Ρένα - Αυγουστος Κορτω
ISBN: 9789601669212
Σελίδες: 224
Ημερομηνία 1ης κυκλοφορίας: Μάιος 2017
Σελίδες: 224
Ημερομηνία 1ης κυκλοφορίας: Μάιος 2017
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Εκατό πατημένα η Ρένα, κι ένα πρωί φτιάχνει καφέ και κάθεται να αφηγηθεί τη ζωή της σ' έναν νεαρό επισκέπτη, που έτυχε να δει τη φωτογραφία της σε μιαν εφημερίδα. Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα σ' ένα μπουρδέλο στα Χαυτεία, πόρνη κι η ίδια απ' τα δώδεκα, η Ρένα έχει μοναδικό οδηγό της την αγάπη: την αγάπη για τον Μάρκο, που την μπάζει στο Κόμμα, για τη Ρούλα, που της φανερώνει την άλλη όψη του έρωτα, για τον Βασίλη, που μαζεύει τα συντρίμμια της ζωής της και της δίνει μια ανάσα ελπίδας πριν το βαθύ σκοτάδι. Κι από αγκαλιά σε αγκαλιά, από πάθος σε πάθος, η Ρένα γίνεται άθελά της κομμάτι της ιστορίας – μια σαστισμένη κουκκίδα μες στο πλήθος, απ' την απεργία των καπνεργατών στη Σαλονίκη και την αιματηρή της κατάληξη μέχρι τα Δεκεμβριανά, την εξορία στα ξερονήσια, την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κι η Ρένα ανάβει κι άλλο τσιγάρο, γεμίζει πάλι το ποτήρι, κλοτσάει το κουβάρι της ιστορίας της – κι η μνήμη ζωντανεύει, γίνεται παρέα. Μια καρδιά σαν κλείστρο μηχανής, που ο κάθε χτύπος της φωτογραφίζει αυτό που πρέπει να θυμάσαι.
Το βιβλίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Πατάκη.
___________________________________________________
Αυγουστε σου ευχομαστε από καρδιάς καλοτάξιδο το νεο βιβλιο!
~~~~~~~~~~~~
Update 19/03
Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Ιστορική, του μουσείου.
Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη.
Που ’γραφε τα ποιήματα; Αυτόν.
Ενάμισι μέτρο όλος κι όλος, μη φανταστείς, μισοριξιά, αλλά καλοντυμένος, με το κουστούμι του, το γελέκο του, όλα στην πένα, κι όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα χαμαντράκια, ταύρος στο κρεβάτι κι ερωτιάρης στο φουλ. Θυμάμαι μετά, που κάναμε τσιγάρο, γύρισε και μου ’πε: «Θες να γίνεις η Μαύρη Αφροδίτη μου;» Εγώ γέλασα· είπαμε, αγορίνα, μελανούρι είμαι αλλά όχι κι αραπίνα, κι έπειτα γέλασε κι εκείνος και μου εξήγησε πως έτσι έλεγε την τσούλα που ’χε μόνιμη ένας Γάλλος ποιητής, χασίκλα, που ’χε πεθάνει από σύφιλη τα παλιά τα χρόνια.
Που κι αυτόν τον καψερό, η μαλαφράντζα τον έφαγε τελικά – και κοίτα να δεις ατυχία, πήγε και σκοτώθηκε ο ερίφης μια χρονιά πριν βγουν οι ενέσεις 606, που τραβιόμασταν τότε όλες στου Συγγρού κι είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Χρόνια μετά έμαθα ποιος ήταν βέβαια· βλέπεις, όχι ποίημα, ούτε τι λέει απόξω η εφημερίδα δεν ξέρω να διαβάσω, κι είχα δει, που λες, μια φωτογραφία του τυχαία κι είπα: Βρε τον Κωστάκη, κρίμα νέο παιδί, κι ευγενικό, γλυκομίλητο, μπορούσε να κάνει πολλές γυναίκες ευτυχισμένες. Καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται.
Τσιγάρο να κεράσω;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Νέο Update 11/04
Κι όπως σκουντάω για να περάσω, γυρεύοντας ακόμα τον χαφιέ μου, βλέπω καταμεσής την μπαρμπουτιέρα, με κόσμο στημένο ολόγυρα κι απέναντί μου ακριβώς, με τα ζάρια στο χέρι και σκούρα γυαλιά παρά το μισοσκόταδο, τη Ρούλα.
Νέο Update 25/04
Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα... να σκεφτείς, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη."
Εκατό πατημένα η Ρένα, κι ένα πρωί φτιάχνει καφέ και κάθεται να αφηγηθεί τη ζωή της σ' έναν νεαρό επισκέπτη, που έτυχε να δει τη φωτογραφία της σε μιαν εφημερίδα.
Γεννημένη στις αρχές του 20ου αιώνα σ' ένα μπουρδέλο στα Χαυτεία, πόρνη κι η ίδια απ' τα δώδεκα, η Ρένα έχει μοναδικό οδηγό της την αγάπη: την αγάπη για τον Μάρκο, που την μπάζει στο Κόμμα, για τη Ρούλα, που της φανερώνει την άλλη όψη του έρωτα, για τον Βασίλη, που μαζεύει τα συντρίμμια της ζωής της και της δίνει μια ανάσα ελπίδας πριν το βαθύ σκοτάδι.
Κι από αγκαλιά σε αγκαλιά, από πάθος σε πάθος, η Ρένα γίνεται άθελά της κομμάτι της ιστορίας - μια σαστισμένη κουκίδα μες στο πλήθος, απ' την απεργία των καπνεργατών στη Σαλονίκη και την αιματηρή της κατάληξη, μέχρι τα Δεκεμβριανά, την εξορία στα ξερονήσια, την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Κι η Ρένα ανάβει κι άλλο τσιγάρο, γεμίζει πάλι το ποτήρι, κλοτσάει το κουβάρι της ιστορίας της - κι η μνήμη ζωντανεύει, γίνεται παρέα.
Μια καρδιά σαν κλείστρο μηχανής, που ο κάθε χτύπος της φωτογραφίζει αυτό που πρέπει να θυμάσαι.
~~~~~~~~~~~~
Update 19/03
Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Ιστορική, του μουσείου.
Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη.
Που ’γραφε τα ποιήματα; Αυτόν.
Ενάμισι μέτρο όλος κι όλος, μη φανταστείς, μισοριξιά, αλλά καλοντυμένος, με το κουστούμι του, το γελέκο του, όλα στην πένα, κι όπως συμβαίνει συχνά μ’ αυτά τα χαμαντράκια, ταύρος στο κρεβάτι κι ερωτιάρης στο φουλ. Θυμάμαι μετά, που κάναμε τσιγάρο, γύρισε και μου ’πε: «Θες να γίνεις η Μαύρη Αφροδίτη μου;» Εγώ γέλασα· είπαμε, αγορίνα, μελανούρι είμαι αλλά όχι κι αραπίνα, κι έπειτα γέλασε κι εκείνος και μου εξήγησε πως έτσι έλεγε την τσούλα που ’χε μόνιμη ένας Γάλλος ποιητής, χασίκλα, που ’χε πεθάνει από σύφιλη τα παλιά τα χρόνια.
Που κι αυτόν τον καψερό, η μαλαφράντζα τον έφαγε τελικά – και κοίτα να δεις ατυχία, πήγε και σκοτώθηκε ο ερίφης μια χρονιά πριν βγουν οι ενέσεις 606, που τραβιόμασταν τότε όλες στου Συγγρού κι είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Χρόνια μετά έμαθα ποιος ήταν βέβαια· βλέπεις, όχι ποίημα, ούτε τι λέει απόξω η εφημερίδα δεν ξέρω να διαβάσω, κι είχα δει, που λες, μια φωτογραφία του τυχαία κι είπα: Βρε τον Κωστάκη, κρίμα νέο παιδί, κι ευγενικό, γλυκομίλητο, μπορούσε να κάνει πολλές γυναίκες ευτυχισμένες. Καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται.
Τσιγάρο να κεράσω;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Νέο Update 11/04
Κι όπως σκουντάω για να περάσω, γυρεύοντας ακόμα τον χαφιέ μου, βλέπω καταμεσής την μπαρμπουτιέρα, με κόσμο στημένο ολόγυρα κι απέναντί μου ακριβώς, με τα ζάρια στο χέρι και σκούρα γυαλιά παρά το μισοσκόταδο, τη Ρούλα.
Τότε δεν την ήξερα με τούτο τ’ όνομα βέβαια, κι έπειτα ακόμα, όταν πια γίναμε αχώριστες, μου ’χε πει πως μέχρι που με γνώρισε δεν είχε αφήσει άθρωπο να τη φωνάξει μ’ αυτό το χαϊδευτικό. Το πρόσωπό της όμως το ’ξερα καλά, το ίδιο καλά όπως και την μπασαδούρικη φωνή της, απ’ τους δίσκους και τις πίστες όπου τραγουδούσε τόσα και τόσα αξέχαστα τραγούδια. Πέρα απ’ την όψη όμως, ήταν αγνώριστη, γιατί αντίς να φοράει την πουκαμίσα και τη μάξι φούστα, φορούσε κουστούμι αντρικό, τρίκουμπο, με το γελέκο και την αλυσίδα του και με τα όλα του, κι είχε στο μικρό το δάχτυλο μονόπετρο αντρικό. Για μια στιγμή ξέχασα και χαφιέ και μπαρμπουτιέρα και κοιτούσα μοναχά τη Ρούλα που ’ριχνε τα ζάρια, και τον κόσμο γύρω της που της φερόταν σαν να μην ήταν διάσημη ρεμπέτισσα αλλά μια κουμαρτζού σαν και του λόγου τους, που γύρευε όπως κι εκείνοι να φέρει τα κόκαλα πέντ’-έξι και τριάρες.
Τα βασικά του παιχνιδιού τα ήξερα – κι όσα δεν ήξερα, τα ’μαθα μέσα σε μερικά λεπτά κόβοντας φάτσες και τα λεφτά π’ αλλάζαν χέρια. Μα κάθε τόσο το βλέμμα μου γυρνούσε πάλι σε κείνην, κι όχι γιατί ήταν όμορφη –ούτε κι εγώ ήμουν πια–μήτε επειδής μου φάνταζε παράξενη έτσι ντυμένη με τα ρούχα τ’ αντρικά, αλλά γιατί ένιωθα πως κι εκείνη με κοιτούσε κι ότι απ’ την ώρα που ’χα μπει στην μπαρμπουτιέρα δεν είχε μυαλό για ζάρι μα μοναχά για μένα.
Τα βασικά του παιχνιδιού τα ήξερα – κι όσα δεν ήξερα, τα ’μαθα μέσα σε μερικά λεπτά κόβοντας φάτσες και τα λεφτά π’ αλλάζαν χέρια. Μα κάθε τόσο το βλέμμα μου γυρνούσε πάλι σε κείνην, κι όχι γιατί ήταν όμορφη –ούτε κι εγώ ήμουν πια–μήτε επειδής μου φάνταζε παράξενη έτσι ντυμένη με τα ρούχα τ’ αντρικά, αλλά γιατί ένιωθα πως κι εκείνη με κοιτούσε κι ότι απ’ την ώρα που ’χα μπει στην μπαρμπουτιέρα δεν είχε μυαλό για ζάρι μα μοναχά για μένα.
Νέο Update 25/04
Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα... να σκεφτείς, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη."
Εκατό πατημένα η Ρένα, κι ένα πρωί φτιάχνει καφέ και κάθεται να αφηγηθεί τη ζωή της σ' έναν νεαρό επισκέπτη, που έτυχε να δει τη φωτογραφία της σε μιαν εφημερίδα.
Γεννημένη στις αρχές του 20ου αιώνα σ' ένα μπουρδέλο στα Χαυτεία, πόρνη κι η ίδια απ' τα δώδεκα, η Ρένα έχει μοναδικό οδηγό της την αγάπη: την αγάπη για τον Μάρκο, που την μπάζει στο Κόμμα, για τη Ρούλα, που της φανερώνει την άλλη όψη του έρωτα, για τον Βασίλη, που μαζεύει τα συντρίμμια της ζωής της και της δίνει μια ανάσα ελπίδας πριν το βαθύ σκοτάδι.
Κι από αγκαλιά σε αγκαλιά, από πάθος σε πάθος, η Ρένα γίνεται άθελά της κομμάτι της ιστορίας - μια σαστισμένη κουκίδα μες στο πλήθος, απ' την απεργία των καπνεργατών στη Σαλονίκη και την αιματηρή της κατάληξη, μέχρι τα Δεκεμβριανά, την εξορία στα ξερονήσια, την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Κι η Ρένα ανάβει κι άλλο τσιγάρο, γεμίζει πάλι το ποτήρι, κλοτσάει το κουβάρι της ιστορίας της - κι η μνήμη ζωντανεύει, γίνεται παρέα.
Μια καρδιά σαν κλείστρο μηχανής, που ο κάθε χτύπος της φωτογραφίζει αυτό που πρέπει να θυμάσαι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου