Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1ος διαγωνισμός διηγήματος του 𝑩𝒐𝒐𝒌𝒂𝒉𝒐𝒍𝒊𝒄𝑻𝒉𝒐𝒖𝒈𝒉𝒕𝒔. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1ος διαγωνισμός διηγήματος του 𝑩𝒐𝒐𝒌𝒂𝒉𝒐𝒍𝒊𝒄𝑻𝒉𝒐𝒖𝒈𝒉𝒕𝒔. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Οι τρείς διακριθείσες ιστορίες του 1ου διαγωνισμού διηγήματος του Bookaholic Thoughts.



1. 3D - Ελένη Χριστοφοράτου

Να μην ξεχάσω να πάρω οδοντόπαστα, έμεινε μια σταλιά στο μπάνιο, όσο και να τη ζουλάς, τζίφος. Και γάλα και τσάι, η μητέρα μου, δεν πίνει καφέ, μη χαλάσει -λέει- την ομοιοπαθητική. Αύριο, κλείνουμε, ένα μήνα εγκλεισμού. Αν, πει κανείς, πως μειώθηκαν οι δουλειές των γυναικών, θα βγει ψεύτης!

Μόλις, τελειώσω, τις σημειώσεις για το φροντιστήριο, θα πάω σούπερ-μάρκετ. Τι έχει το σίγμα και δεν πατιέται κανονικά; Μου ’χει σπάσει τα νεύρα, έτσι μου ’ρχεται να δώσω μια γροθιά στο πληκτρολόγιο, αλλά τότε κινδυνεύουν να ξεχαρβαλωθούν και τ’ άλλα πλήκτρα.

Να δω μια στιγμή τα e-mail, ε, όχι, αυτή η μαθήτρια μ’ έχει τρελάνει, όποτε της βάζουν έκθεση στην πλατφόρμα του σχολείου, θέλει να της φτιάχνω εγώ τον πρόλογο και να της τον στέλνω. Έλεος, μια έκθεση δεν την έχει ξεκινήσει μόνη της, τι θα κάνει στις πανελλήνιες; Μου ζήτησε, να ετοιμάσω, καμιά σαρανταριά προλόγους θεμάτων SOS, για να τους μάθει απ’ έξω. Αν, είχα διοριστεί με το ΑΣΕΠ, δεν θα τα ’χα αυτά. Θα ’κανα το μάθημά μου, ωραία ωραία κι οι καθηγητές των φροντιστηρίων, θα βγάζανε το φίδι από την τρύπα, λύσε μου αυτό, λύσε μου το άλλο, αλλά ας όψονται τα παλαβά θέματα, που βάζουν στον διαγωνισμό των εκπαιδευτικών. Πιο εύκολα σού πέφτει το Τζόκερ παρά διορισμός!

Τι είπα να μην ξεχάσω; -γάλα, τσάι και;- το ξέχασα, διάολε, κι έχω πει πως πρέπει να τα γράφω επί τόπου αυτά που θα ψωνίσω· αν τ’ αφήσω για μετά, βράστα, αλλά τι να πρωτοκάνω, δεν είμαι η Θεά Κάλι, με τα τέσσερα χέρια, αν και θα με βόλευε αυτό, όπως επίσης θα με βόλευε η μέρα να’χε σαρανταοκτώ ώρες, οι εικοσιτέσσερις, τι να σου κάνουν; Κυλάνε στο πιτς φιτίλι, σαν τα νερά, που χύνονται στη ντουζιέρα -αιωνίως απ’ έξω -γιατί όλοι ξεχνάνε να τραβήξουν την κουρτίνα- και το μπάνιο γίνεται λούτσα. Υπερωρίες κάνει η σφουγγαρίστρα.

Όποτε λέω στον Σταύρο, πως δεν μου φτάνει το εικοσιτετράωρο, μου λέει πως είμαι υπερβολική -πάλι καλά που δεν με λέει υστερική- και τα φουσκώνω όλα -λέει- σαν να τα βλέπω με τα 3D του σινεμά.

Τι ώρα είναι; Πρέπει να ετοιμαστώ για το σούπερ μάρκετ, να βάλω τη μάσκα και τα γάντια λες και πάω σε χειρουργείο. Και στην επιστροφή, ακόμα μεγαλύτερη βαβούρα·πέταξε τα γάντια, πλύνε τη μάσκα με καυτό νερό, βγάλε στο μπαλκόνι τα ρούχα που φόρεσες, καθάρισε τα προϊόντα με αντισηπτικό. Μόνο που τα σκέφτομαι αγκομαχάω!

Ο μικρός, παίζει, μετά μανίας play-station, κοντεύει ν’ αποβλακωθεί. Το μόνο καλό είναι πως δεν χρειάζεται να τρέχω, να τον πάρω απ’ το σχολείο. Αργούσα πάντα κι η δασκάλα με στραβοκοίταζε. Πρέπει να ετοιμάσω και το χαρτί εξόδου, δεν είμαστε τώρα για πρόστιμα, κι αυτό το σίγμα μού τη δίνει, ξεκόλλα γαμώτο, εδώ καιγόμαστε, οι σημειώσεις της Τρίτης Λυκείου είναι ελλιπείς, πού είναι το αρχείο με τις ασκήσεις -τι τίτλο τού ’χω βάλει; Αμάν, έπαθα μπλακ άουτ κι η άλλη περιμένει τον πρόλογο -τι θέμα έχει;- ατομική και συλλογική ευθύνη, οκέι κάτι θα σκεφτώ, αλλά όχι τώρα, περνάει η ώρα. Αλήθεια, έχω βγάλει απ’ την πρίζα το καλώδιο της τοστιέρας; Τσεκάρω εκατό φορές καθημερινά, αν έχω κλείσει τα κουμπιά της κουζίνας, αν όλες οι συσκευές είναι εκτός πρίζας, τόσο που με πιάνει πονοκέφαλος.
Ή φοβία έχω με τη φωτιά ή σε προηγούμενη ζωή μ’είχαν κάψει στην πυρά. Αν το καλοσκεφτείς, μοιάζω με μάγισσα, μόνο που δεν μπορώ ν’ αλλάξω μαγικά τη ζωή μου.

Μα να ξεχάσω το τρίτο που πρέπει να ψωνίσω, γάλα, τσάι και... -ρίγανη μήπως;- αλάτι, υγρό πιάτων, βετέξ, σκόνη πλυντηρίου, ας πω όλα τα πράγματα που μου ’ρχονται στο μυαλό, μπορεί να το πετύχω. Και μου το λέει η φίλη μου η Γιούλη, κάνε γιόγκα, θα δεις ανάσταση, ούτε στρες ούτε τίποτα, κάνουν μαθήματα μέσω Skype. Και πού να τη στριμώξω τη γιόγκα; Έλα, υπερβολική -άλλη που με λέει έτσι-, τάλε κουάλε τα μυαλά του Σταύρου. Ταιριάζουνε οι δυο τους, καθόλου περίεργο που τα ’χανε ένα φεγγάρι και ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί χωρίσανε και προτίμησε εμένα, είναι και κάτι φορές που τους βλέπω να χαζογελάνε και νιώθω παρείσακτη. Σαμπουάν, κρεμοσάπουνο; Ουι κι αλίμονο αν πάρω σαπούνι. Μικρά κομματάκια, πέφτουν και βουλώνουν τον νιπτήρα. Αποσμητικά μασχάλης μήπως; Μπα, άσχετο, έχω απ’ αυτά, δηλαδή υποθέτω, δεν τα ’χω τσεκάρει όλα. Τι είναι αυτό; Μήνυμα στο φέισμπουκ -Σοφία, επείγον! Ο Γιάννης τελικά έχει γκόμενα, τι να κάνω; Τώρα σωθήκαμε, ρε Δέσποινα, βρήκες την ώρα να ζητάς συμβουλές -και από ποιόν, απ’ τον ειδήμονα;- ο Σταύρος κι η Γιούλη τα βρίσκουνε μια χαρά κι εγώ νιώθω κάτι, -πώς να το πω;- κάτι σαν δάγκωμα... Τίποτα, δεν μπορώ ν’ απαντήσω τώρα, αλλά έχει δει πως το διάβασα το μήνυμα και θα νομίζει πως τη φτύνω “Άκου, Δεσποινάκι, πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ κι έχω αργήσει. Θα τα πούμε...” Πότε να της πω; Το απόγευμα θα διαβάζω τον μικρό, θα φτιάξω τον πρόλογο της μαθήτριας, είναι κι εκείνα τα πουκάμισα του Σταύρου τσαλακωμένα απ’ την προηγούμενη βδομάδα. Έχω και να μαγειρέψω. Τώρα τελευταία, ο Σταύρος, βλέπει εκπομπές μαγειρικής. Τι μανιτάρια σωτέ αλά κρεμ, τι πιπεράτο μοσχάρι alla Toscana, τι σούσι μού παραγγέλνει. Πρέπει, αν βρω χρόνο, να μελετήσω συνταγές στο ίντερνετ. Οπότε, άσ’ το φλου στη Δέσποινα -Θα τα πούμε...- Και αποσιωπητικά απαραιτήτως. Σπουδαίο σημείο στίξης τα αποσιωπητικά, απατηλά και πολλά υποσχόμενα.
Γάλα, τσάι και;- φτου, ακόμα να θυμηθώ, θα μου ’ρθει, πού θα πάει

Τι είναι αυτή η ανάρτηση; Η Μουνλάιτ του Μπετόβεν, έχω να την ακούσω από τότε που ήμουνα φοιτήτρια κι έμενα στη φοιτητική Εστία. Το ραδιόφωνο έπαιζε Τρίτο Πρόγραμμα κι είχε βάλει τη Μουνλάιτ. Αποκοιμήθηκα σε μια καρέκλα, κι όταν ξύπνησα μετά από ώρες, είχα στα πόδια μου μια κουβέρτα, μια στοργική πράξη απ’ τη συγκάτοικο. Τι το θυμήθηκα τώρα αυτό… Υπάρχει χρόνος να την ακούσω όλη; Το σούπερ μάρκετ περιμένει, μας λείπουν πράγματα -γάλα, τσάι, και;
Άι σιχτίρ, γιατί να μην υπάρχουν 3D για τ’ αυτιά, να με βυθίσουν στη Μουνλάιτ να τα ξεχάσω όλα, να ξαναγίνω η φοιτήτρια που νανουρίζεται στις καρέκλες;
Γάλα, τσάι και οδοντόπαστα, το θυμήθηκα επιτέλους!      


2. Ένας μήνας στο σπίτι -Κωστής Γωγιός.

Και εντάξει, πόσο δύσκολο να είναι να μείνεις ένα μήνα στο σπίτι; Πάντα γκρίνιαζα ότι δεν προλαβαίνω να κάνω πράγματα, γκρίνιαζα για τις περιττές μετακινήσεις με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, γκρίνιαζα για την αγένεια των ανθρώπων, τη βρώμικη πόλη, για όλα. Ευκαιρία λοιπόν! Και η δουλειά; «Θα δουλεύεις από το σπίτι», μου είπαν. Συγγνώμη, θα κερδίσω ώρες ύπνου, θα αποφύγω τις συναναστροφές με συναδέλφους που δεν αντέχω και θα δουλεύω φορώντας φόρμες; Πού υπογράφω;
 
Οι πρώτες μέρες κυλάνε, σχεδόν, ιδανικά. Ξυπνάω, φτιάχνω καφέ και κάθομαι στο γραφείο, εντός και εκτός, εισαγωγικών. Η πολυπόθητη μοναξιά και ησυχία είναι γεγονός. Χωρίς ψεύτικες «καλημέρες», χωρίς τυπικά «τι κάνεις;» που δεν περιμένουν ποτέ απάντηση ή έστω κάτι διαφορετικό από το «Μια χαρά, εσύ;».  Στις περιπτώσεις που απαντήσεις κάτι διαφορετικό, ο συνομιλητής σοκάρεται, δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Δεν θεωρώ ότι είμαι αντικοινωνικός, απλώς νομίζω ότι βρίσκω ανούσιες τις «υποχρεωτικές» μικροσυζητήσεις στον ψύκτη νερού, στην είσοδο-έξοδο της τουαλέτας, ή στην - κοινή- επιστροφή με τα μέσα, εκεί που το μόνο που θέλεις είναι να διαβάσεις το βιβλίο σου ή ν’ακούσεις την μουσική σου. 
Τώρα στην ησυχία του σπιτιού μου, στέλνω ένα e-mail και προχωράω στην επόμενη υπόθεση.

Εντάξει, περνάνε οι μέρες. Δεν είναι τόσο άσχημα. Σειρές, ταινίες, παιχνίδια στον υπολογιστή, βιντεοκλήσεις με φίλους και συγγενείς. Και, εντάξει, οι πρώτοι είναι συνηθισμένοι σ'αυτά, αλλά οι δεύτεροι; Ξέρεις πόσες φορές συνομίλησα με το αυτί του πατέρα μου, το μάτι της μάνας μου ή το τραπεζάκι του σαλονιού τους; 

«Μπαμπά, όταν κάνουμε βιντεοκλήση μην το βάζεις στο αυτί σου, για να σε βλέπω».

«Τώρα θα φωνάξω την μάνα σου, που σκαμπάζει από τεχνολογία». 

Νομίζω, τους είδα πιο φευγαλέα και από τις εικόνες που δείχνουν το Γέτι ή τη Νέσι, το τέρας του Λοχ Νες. Αλλά κι αυτή η μανία για βιντεοκλήσεις; Χάθηκε το παλιό καλό τηλέφωνο; Πλέον, ακούω το σταθερό να χτυπάει και φτιάχνω ασυναίσθητα τα μαλλιά μου, ελέγχοντας αν φοράω όλα μου τα ρούχα!

Έκανα και τις απαραίτητες προμήθειες για αυτόν τον μήνα. Βιβλία, σνακς, αλκοόλ. Έτσι κι αλλιώς, οι άνω κάποιας ηλικίας δεν ήμασταν και κάθε μέρα έξω για ποτό. Που για να μπούμε σε μαγαζί, έπρεπε, όχι μόνο, να έχει θέση να κάτσουμε, αλλά η θέση να έχει και πλάτη. Να μωρέ, χίλιες φορές ένα τσιπουράκι με μεζέ· ξεροσφύρι να πιούμε το ποτό; Ή με τα φυστίκια; Τα είχε βγάλει στη φόρα τότε ο Ευαγγελάτος. Να, θα κόψω τυράκι σε μια πιατέλα, ντοματούλα, αγγουράκι, θα βάλω και ένα ουζάκι στο μπαλκόνι, τι τις θέλω τις εξόδους; Κάπνα, στριμωξίδι, υπερχρεωμένα ποτά, καθυστέρηση να παραγγείλεις, καλύτερα εδώ.
 
Πέρασαν οι δύο πρώτες εβδομάδες. Δεν ήταν κάτι δύσκολο, στην ηλικία μου πιο δύσκολο είναι να περιμένω τα αποτελέσματα των εξετάσεων! Σήμερα, βέβαια, ξύπνησα με ένα παράξενο συναίσθημα. Νομίζω, ότι μου έλειψε λίγο η πρωινή ρουτίνα που είχα. Να πάρω το λεωφορείο να πάω στη δουλειά, να χαζέψω στη διαδρομή τους τουρίστες, που έρχονται φορτωμένοι βαλίτσες και προσδοκίες, να διαβάσω το βιβλίο μου. Κοίτα να δεις, τόσες μέρες, ένα βιβλίο δεν διάβασα. Λες, και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στην ησυχία του σπιτιού μου και προτιμώ τη φασαρία του λεωφορείου, και τον συνεπιβάτη που μιλάει δυνατά στο κινητό. 
Αμ το άλλο; Είκοσι μέρες μέσα και μου έλειψε μια κρύα μπύρα σε ένα μαγαζί. Κι ας είναι στα όρθια στο μπαρ, αν δεν βρω θέση, δεν με πειράζει. Έτσι, να σιγοπίνω την παγωμένη μπύρα και ταυτόχρονα να ρουφάω τις συζητήσεις της διπλανής παρέας, να περιμένω τους φίλους μου -που άργησαν για ακόμα μια φορά- να κάνω χάζι το ζευγαράκι δίπλα και να προσπαθώ να μαντέψω σε ποιο ραντεβού είναι και πόσο καλά πάει!

Το σπίτι με πνίγει. Καλή και η ησυχία, αλλά όχι για πολύ. Πιάνω τον εαυτό μου να αφήνει την τηλεόραση ανοιχτή, χωρίς να παρακολουθώ κάτι, μόνο και μόνο για να υπάρχει και μια άλλη φωνή. Να υπάρχει και μια άλλη παρουσία. Κάθομαι στο μπαλκόνι να πιώ τον καφέ μου και ζηλεύω τους περαστικούς. Με σκυλιά, με ψώνια, η απλώς μ’ενα τσιγάρο στο χέρι. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι με το πάσο τους, χωρίς να βιάζονται, μόνοι, με παρέα. 

Εικοστή πέμπτη μέρα. Έχω νεύρα. Κουράστηκα. Κουράστηκα να κάθομαι. Ψυχολογικά δηλαδή, όχι σωματικά. Ποιος θα μου το έλεγε εμένα, που δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω από τη δουλειά, και να μείνω σπίτι με την μουσική μου και τις σειρές μου. Σκεφτόμουν, ότι θα έχω την ευκαιρία να γράψω, να τελειώσω όλα αυτά τα κείμενα που αφήνω συνεχώς, γιατί δεν έχω χρόνο. Και τώρα που έχω τόσο χρόνο, δεν έχω άλλες παραστάσεις. Τι να γράψω; Για τη διαδρομή σαλόνι-κουζίνα με μια γρήγορη στάση στο μπάνιο; Τα’χει φωνάξει, πολύ καλύτερα, από μένα ο Οικονομίδης με τη φωνή του Ερρίκου Λίτση

Φτάνω στο τέλος του μήνα. Ξέρεις τελικά τι κατάλαβα; Όσο και να το ζητούσα, όσο και να το’θελα, είναι πολύ δύσκολο. Είναι σαν αυτές τις φορές που ήμουν άρρωστος μικρός, κι η μάνα μου δεν με’στελνε σχολείο. Και’λεγα «πωπω, τι καλά! Θα παίξω ηλεκτρονικά παιχνίδια, θα δω τηλεόραση, δεν θα κάνω μάθημα!». Και μετά διαπίστωνα ότι το κεφάλι μου ήταν «βαρύ» για να μπορέσω να παίξω, η τηλεόραση δεν είχε κάτι που να μ’ενδιαφέρει και βαριόμουν. Βαριόμουν πολύ. Σε σημείο που να μου λείπει το σχολείο. 

Κοίτα να δεις τι σου κάνει ένας μήνας στο σπίτι, από την πολύ ομφαλοσκόπηση, έφτασα στα παιδικά μου χρόνια. Μήπως να ξαπλώσω καλύτερα στο ντιβάνι και να σας μιλήσω για τα όνειρα μου; Ίσως, τελικά, να μας λείπει αυτό που δεν έχουμε την εκάστοτε χρονική στιγμή. Ίσως, τελικά, όλα να χρειάζονται. Μια μεγάλη βόλτα με καφέ στο χέρι, η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους, μια καλημέρα από έναν άγνωστο, η παρέα με φίλους, η ησυχία κι η απομόνωση. Ίσως, τελικά, το μόνο που μας χρειάζεται είναι η δυνατότητα της επιλογής.   


3. Ήξερε να γελάει - Λυδία Τουλουμίδου.

Το παιδί του κάτω ορόφου, γελούσε συνέχεια. Γελούσε, τόσο δυνατά, που πολλές φορές έβγαινα στο μπαλκόνι και τον κατσάδιαζα -σαν κάθε γριά που σέβεται τον εαυτό της. Αλλά αυτός ποτέ δε σώπαινε. Κούναγε καταφατικά το κεφάλι του κ ενώ προσποιούνταν ότι δε θα ξανά κάνει φασαρία, σε ώρες κοινής ησυχίας – εγώ προσποιούμουν πως τον πιστεύα. Μόλις  έμπαινα μέσα ξανάρχιζε. Το’ξερα, είχε αρχίσει σχεδόν να μ’αρέσει. Μου έφτιαχνε τη μέρα και ας μην του το ‘χα πει ποτέ!

Τρεις εβδομάδες, τώρα, δεν τον βλέπω. Δεν ανοίγει τα παράθυρα, να μπει λίγο φως στο δωμάτιο του. Ανησυχώ. Δεν βάζει τέρμα τη μουσική και έτσι δε μπορώ  να χτυπήσω, με δύναμη το πόδι μου στο πάτωμα, συνθηματικά, για  να τη χαμηλώσει. Πάντα αυτό γινόταν. Και την χαμήλωνε… Τα πρώτα δέκα λεπτά! Εγώ έκανα πως νευριάζω και φτου και απ’ την αρχή. Είχε κι αυτό μια δράση. Από όταν πέθανε ο άντρας μου, κάτι τέτοια μου δίνουν ζωή.

Τις προάλλες έκατσα στο μπαλκόνι δύο ώρες - μπορεί και παραπάνω- μήπως και ιδωθούμε. Τζίφος. Αυτός, πάντα, καθόταν με τις ώρες έξω και διάβαζε. Άδειο όμως τώρα το μπαλκόνι του, και οι πλαστικές καρέκλες του, φιλοξενούν κοπανιστό αέρα, ο οποίος φυσά τον απότιστο βασιλικό, που διακοσμεί το ξύλινο τραπεζάκι. Μπήκα μέσα και έκλεισα και τις κουρτίνες.
Ανησυχώ.

Του φτιάχνω μία σπανακόπιτα. Την αφήνω στην κουζίνα να κρυώσει, ενώ την σκεπάζω με μια πετσέτα, γιατί μύγες σουλατσάρουν συχνά- πυκνά απ’τ’ανοιχτά παράθυρα. Η σκέψη ότι αύριο θα τον δω κάπως με καθησυχάζει.  Ανυπομονώ να χαμογελάσει και να πει “Αχ κ. Αναστασία, η πίτα σου δε παίζεται” και να με ξαποστείλει, εμμέσως πλην σαφώς, γιατί είμαι πολύ μεγάλη για την παρέα του. Είναι νέος, όμορφος και ιδιαίτερος. Το κοτσιδάκι του -που πάντα τον απειλούσα να του το κόψω- του δίνει άλλον αέρα. Έχει ολοπράσινα μάτια και έντονα ζυγωματικά. Η λέξη, ρυτίδα, άγνωστη για το λείο πρόσωπο του, σ'αντίθεση με το δικό μου, που'ναι ο κανόνας!

Πέρασε η ώρα, εντεκάμιση. Πηγαίνω στο άδειο μου κρεβάτι, φοράω τις πιτζάμες μου, κλείνω το φως, σβήνω τηλεόραση και καντηλάκι, κάνω προσευχή. Καληνύχτα.

Το παιδί από κάτω γελάει, γελάει τόσο δυνατά και ενοχλητικά, που σχεδόν μετάνιωσα την πίτα που όλο το απόγευμα ζύμωνα! Έχει βγει έξω και κρέμεται από την θεόρατη πολυκατοικία, απέναντι απ’το σπίτι μου. 
“Θα πέσεις!” του φωνάζω. Δεν μιλάει, μονάχα γελάει και το γέλιο του στολίζει όλο το τετράγωνο. Επιτέλους! Κρατάει στο χέρι του, έναν τεράστιο κουβά με χρώματα, ενώ ακόμα αιωρείται, πιασμένος απ’ένα σκοινί. Κόκκινο, μπλε, κίτρινο. Το πινέλο του έχει γίνει πολύχρωμο όμως δεν τον πτοεί. 
Σε κλάσματα δευτερολέπτου, βάφει όλη την γκρίζα πολυκατοικία κίτρινη! Παραδόξως, οι ένοικοι δεν διαμαρτύρονται. Τον χαζεύουν αμίλητοι και σαν να ευχαριστιούνται, αυτή την αλλαγή. Τώρα, μ’ένα σάλτο, φτάνει και στην διπλανή, την οποία χωρίς πολλή σκέψη, κάνει κόκκινη! Την άλλη μπλε, την άλλη πράσινη, μωβ, πορτοκαλί. Και κάπως έτσι βάφει όλη την πόλη, σε χρώματα που ο ίδιος έχει επιλέξει...
Αυτή η πολύχρωμη αύρα, ταιριάζει γάντι με τον χαρακτήρα του. Είναι ευτυχισμένος. Τραγουδάει, γυροφέρνοντας ανάμεσα στα χρώματα. Ακόμη και ο ήλιος συμμερίζεται την χαρά του και τον ακολουθεί, δίνοντας του το τέμπο. Τίποτα, δεν μπορεί να χαλάσει αυτή την ηρεμία εκτός από..
ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΝ
Εννιάμιση πήγε. Ξημέρωσε και χαμπάρι δεν πήρα. Το όνειρο που έβλεπα με συνεπήρε τόσο, που μόλις τράβηξα τις κουρτίνες, η βαρετή τσιμεντούπολη με αηδίασε… Αρπάζω την σπανακόπιτα και, βηματίζω προς την εξώπορτα. Την τραβάω ώσπου να κλείσει, και με έναν ανεξήγητο ενθουσιασμό, κατεβαίνω τις σκάλες. Χτυπάω το κουδούνι, δεν με νοιάζει! Μ'ανοίγει και στέκεται μπροστά απ’την πόρτα με το ίδιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Το βλέμμα μου τρυπώνει πίσω από την πλάτη του και ξαφνιάζομαι μόλις καταλαβαίνω. Μπογιές στο πάτωμα και απλωμένε εφημερίδεςς! Αυτός, φοράει παλιά ρούχα και το μάγουλο του έχει μία λωρίδα κόκκινη. Βλέπω τον τοίχο μπροστά μου, βαμμένο στο ίδιο χρώμα και γραμμένα στιχάκια πάνω του. Αποφθέγματα, ζωγραφιές… Μου’ρχεται στο μυαλό το όνειρό που είδα την προηγούμενη νύχτα και ανατριχιάζω. “Τι κάνεις;” καταφέρνω να ξεστομίσω.
“Κυρία Αναστασία, μου λέει με ήρεμη και βαθιά φωνή  “είμαστε εκεί που θέλουμε να είμαστε” Αφού πρέπει να μείνω κλεισμένος, μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους, θα τους κάνω αληθινό μου σπίτι! Όχι απλά στέγη για να μην βρέχομαι…”
Αυτό είπε μόνο και ξαναπήρε την μπογιά στα χέρια του. Μου χαμογέλασε και φόρεσε πάλι την χειρουργική μάσκα. Μετά χρωμάτισε ολόκληρο το σύμπαν.





©Bookaholic Thoughts
23/05/20




Share:

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

1ός διαγωνισμός διηγήματος του Bookaholic Thoughts.

        «Διαγωνισμός διηγήματος»
                 “ Θέμα διαγωνισμού”
               «Ένας μήνας στο σπίτι»



     «Πληροφορίες διαγωνισμού»

Για ένα μήνα, ακριβώς, δεν επιτρέπεται να βγείτε καθόλου έξω από το σπίτι σας. Περιγράψτε τι κάνετε σε αυτό το μήνα,πως περνάτε τον χρόνο σας, τι σκέφτεστε, τι αισθάνεστε, τι φοβάστε, τι ελπίζετε. 
Η ιστορία είναι φανταστική και μπορεί να αφορά τον οποιοδήποτε.

Το διήγημα θα πρέπει είναι
γραμμένο σε 𝒘𝒐𝒓𝒅, με όριο λέξεων: 500-1000 λεξεις και θα αποστέλλεται στο 
𝒆𝒎𝒂𝒊𝒍: 𝑩𝒐𝒐𝒌𝒂𝒉𝒐𝒍𝒊𝒄𝑻𝒉𝒐𝒖𝒈𝒉𝒕𝒔𝑮𝑹@𝒈𝒎𝒂𝒊𝒍.𝒄𝒐𝒎

        ✒️Διάρκεια διαγωνισμού✒️
          23 Μαρτίου- 24 Απριλίου

Οι τρεις πρώτοι νικητές θα διακριθούν ύστερα από αξιολόγηση των έργων από την κριτική επιτροπή των διαχειριστών του 𝑩𝒐𝒐𝒌𝒂𝒉𝒐𝒍𝒊𝒄 𝑻𝒉𝒐𝒖𝒈𝒉𝒕𝒔 και θα κερδίσουν έκαστος-η μια δωροεπιταγή από τον Ιανό.

⬇️Αναλυτικά⬇️

1) Δωροεπιταγή στον Ιανο αξίας 20 €
2) Δωροεπιταγή στον Ιανό αξίας 15 €
3) Δωροεπιταγή στον Ιανό αξίας 12 €




                      



Καλή δημιουργική έμπνευση και καλή επιτυχία σε όλους!!  🎁💶📘

------------------------------------------------------------

📍🖋️Η ιδέα του διαγωνισμού είναι της Μαρίας μας, που μόλις μου το πρότεινε για την ομάδα μας, το θεώρησα καταπληκτική ιδέα! Το συζητήσαμε, το σχεδιάσαμε και έτσι διοργανώνουμε τον«1ο διαγωνισμό διηγήματος του 𝑩𝒐𝒐𝒌𝒂𝒉𝒐𝒍𝒊𝒄𝑻𝒉𝒐𝒖𝒈𝒉𝒕𝒔».  



© Νάντια Βαβάση & Μαρία Παπαδοπούλου, διαχειρίστριες Bookaholic Thoughts ® 23/03/2020
Share: