Κάτω από την ίδια στέγη - Αναστάσης Βιστωνιτης
ISBN: 978-618-5004-53-8
Ημ. Εκδοσης 03/2017
ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΣ τὴν ταξιδιογραφία, τὴν τεχνικὴ τοῦ δοκιμίου, τὸ ἐρευνητικὸ ρεπορτὰζ καὶ προσωπικές του ἐμπειρίες, ὁ Ἀναστάσης Βιστωνίτης συγκεντρώνει «κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη» κείμενα ποὺ ἔχουν γραφτεῖ μὲ διάφορες ἀφορμές.
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε ἑνότητες. Ἡ πρώτη (Οἱ ἐποχὲς τῆς στάχτης) ἀναφέρεται σὲ σκοτεινὲς πλευρὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα: στὴν ἀποκρυφιστικὴ ἐκδοχὴ τοῦ ναζισμοῦ, τὸν σοβιετικὸ πολιτισμικὸ ὁλοκληρωτισμό, τὸν πόλεμο τῶν ἰδεῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καὶ τὴν τυραννία τοῦ χρήματος. Ἡ δεύτερη (Ἡ κατοικία καὶ ἡ ἐξορία) περιγράφει τὸ ὑπαρξιακὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ τραῦμα, ἀλλὰ καὶ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦν ἡ πόλη, ἡ ἑστία καὶ οἱ ἀναμνήσεις. Στὴν τρίτη (Τόποι, πόλεις, ἄνθρωποι) περιγράφονται τὰ ταξίδια τοῦ συγγραφέα σὲ πόλεις-σταθμούς: Παρίσι, Νέα Ὑόρκη, Βερολίνο, Βιέννη, Λονδίνο, ἀλλὰ καὶ σὲ κέντρα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας: Μπουένος Ἄιρες, Πόλη τοῦ Μεξικοῦ, Πεκίνο καὶ Τσὺ Φού. Στὴν τέταρτη ἑνότητα παρακολουθοῦμε κάποιες «διαδρομὲς τοῦ καφέ», δηλαδὴ τὰ περάσματα τοῦ συγγραφέα ἀπὸ ἱστορικὰ καφενεῖα τῆς Εὐρώπης, καθὼς καὶ μιὰ ἀναδρομὴ σὲ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς του ἡλικίας. Στὴν τελευταία ἑνότητα, ἕνας «κόσμος ἀλλοῦ» ἀναδύεται ἀπὸ τὴ σεληνιακὴ γοητεία, τὸ φῶς τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ Χριστούγεννα, τὴ μυθολογία τοῦ αὐτοκινήτου, τὰ τοπία τῆς οὐτοπίας καὶ τὴν ἔλευση τῆς ἄνοιξης.
Κείμενα μὲ πλῆθος ἀναφορὲς στὴν Ἱστορία, τὴ μυθολογία καὶ τὴ λογοτεχνία, ὅπου ἡ γνώση καὶ ἡ ἐμπειρία συγχωνεύονται γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν προσωπικὴ ματιὰ τοῦ συγγραφέα πάνω στὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα.
Μπουένος Ἄιρες: Τάνγκο τῆς θλίψης
«ΟΙ ΜΕΞΙΚΑΝΟΙ ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ ἀπὸ τοὺς Ἀζτέκους, οἱ Περουβιανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἴνκας, οἱ Ἀργεντινοὶ ἀπὸ τὰ πλοῖα». Τὸ σχόλιο τοῦ Κάρλος Φουέντες ἐξηγεῖ ἐμμέσως γιατί ἡ Ἀργεντινὴ εἶναι ἡ πιὸ εὐρωπαϊκὴ χώρα τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Τὴ διαμόρφωσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὰ πλοῖα: οἱ Εὐρωπαῖοι μετανάστες (στὴ μεγάλη τους πλειονότητα Ἱσπανοί, Ἰταλοί, Γάλλοι καὶ Γερμανοί) ποὺ ἔφταναν κατὰ κύματα στὶς ἀκτές της ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ὣς τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σὲ μιὰ χώρα μὲ 40.000.000 κατοίκους, 50.000.000 βοοειδῆ καὶ περίπου ἄλλα 40.000.000 πρόβατα ἕνας χορτοφάγος δὲν θὰ ἔνιωθε καὶ πολὺ ἄνετα. Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν πέρασαν καὶ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὸ κρέας ἐδῶ ἦταν φθηνότερο ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ Ἀργεντινὴ παραμένει μιὰ μεγάλη χώρα καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες τῶν 13.000.000 κατοίκων ἐξακολουθεῖ νὰ ἀνήκει στὶς σημαντικότερες μητροπόλεις τοῦ κόσμου.
Βρέθηκα πρόσφατα στὴν πόλη. Δὲν χρειάστηκε πολὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῶ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο: εἶναι εὐρωπαϊκὴ στὰ καφενεῖα της καὶ ἀργεντίνικη στὶς πλατεῖες καὶ στὶς τεράστιες λεωφόρους ποὺ τὴ διασχίζουν. «Παρίσι τῆς Νότιας Ἀμερικῆς», λέει ἡ τουριστικὴ κοινοτοπία. Ναί, μὲ τὸν δικό του Σηκουάνα, τὸν Ρίο ντὲ λὰ Πλάτα. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κτήρια τοῦ 19ου αἰώνα, ἔξοχα δείγματα ἰταλικοῦ κλασικισμοῦ, ποὺ τὰ δημιούργησαν Ἰταλοὶ ἀρχιτέκτονες καὶ μηχανικοί, μὲ τὸ πομπῶδες, συχνά, ὕφος ποὺ τοῦ κληροδότησαν οἱ Ἱσπανοὶ καὶ μὲ τὴ γαλλικὴ φινέτσα τῶν θαυμάσιων καφενείων, ὅπου ὁ καφὲς μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι σπουδαῖος ἀλλὰ τὸ περιβάλλον εἶναι σίγουρα μοναδικό.
Βέβαια, ὑπάρχει καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες ποὺ δὲν ἔχει συνέλθει ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση τοῦ 2001-2002. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο ὅπου ἔμενα, στὴν Avenida Bolivar, βρισκόταν ἡ Plaza de Mayo, ἡ καρδιὰ τῆς πόλης. Ἀργὰ τὸ βράδυ, δίπλα στὶς εἰσόδους τῶν κτηρίων ἀλλὰ καὶ στὰ παγκάκια τῆς πλατείας ἔβλεπα ἄστεγους νὰ κοιμοῦνται κατάχαμα, ὅπως συμβαίνει τώρα καὶ στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν – στὴν ἴδια πλατεία ὅπου γιὰ δέκα χρόνια διαδήλωναν κάθε Πέμπτη οἱ μητέρες τῶν νεκρῶν, τῶν βασανισθέντων ἀπὸ τὴ δικτατορία τοῦ Βιδέλα καὶ τῶν ἀγνοουμένων στὸν πόλεμο τῶν Φώκλαντ τοῦ 1982. (Οἱ Ἀργεντινοὶ ἀποκαλοῦν αὐτὰ τὰ νησάκια Μαλβίνες κι ἔτσι εἶναι σωστὸ νὰ τὰ λέμε κι ἐμεῖς, νομίζω.) Κανεὶς δὲν γνωρίζει πόσα ἀκριβῶς ἦταν τὰ θύματα τῆς δικτατορίας. Πάντως, οἱ νεκροὶ κατὰ τὶς συντηρητικότερες ἐκτιμήσεις ξεπερνοῦν τοὺς δέκα χιλιάδες.
«Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀληθινοὶ Εὐρωπαῖοι», ἔλεγε ὁ Χόρχε Λουὶς Μπόρχες. «Τέκνα Ἰταλῶν, Ἱσπανῶν, Γάλλων καὶ Γερμανῶν...» Γιατὶ «οἱ Ἰταλοὶ εἶναι μόνο Ἰταλοί, οἱ Ἱσπανοὶ Ἱσπανοί, οἱ Γάλλοι Γάλλοι, οἱ Γερμανοὶ Γερμανοί». Μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ νιώθει περήφανη ποὺ μεταμόρφωσε ἕνα πλῆθος παραδόσεων καὶ δημιούργησε νέες μορφές. Καὶ αὐτὲς στὴν Ἀργεντινὴ ἐκφράζονται σὲ τρία πεδία: τὴ μουσική, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ λογοτεχνία.
Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀναρωτιέσαι γιατί στὶς λαϊκὲς ἀγορὲς οἱ μορφὲς ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι ἐκεῖνες τοῦ βασιλιᾶ τοῦ τάνγκο Κάρλος Γαρδέλ, τοῦ Μπόρχες (ἀκούγεται ὑπερρεαλιστικό, ἀλλὰ τὰ σουβενὶρ μὲ τὴν εἰκόνα του εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Μαραντόνα) καὶ τῆς Ἐβίτας Περόν. Τὸ ὄνομά της τὸ διαβάζει κανεὶς σὲ πλῆθος γκράφιτι στοὺς τοίχους, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐβίτα –ἢ ἀλλιῶς Μαρία Εὔα Ντουάρτε– παραμένει ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἡρωίδα τῆς χώρας. Νόθο τέκνο κάποιου κτηματία, κατάφερε νὰ γίνει τέκνο τοῦ λαοῦ, νὰ μετατρέψει ἕνα τυπικὰ λατινοαμερικανικὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα (τοῦ Περόν) σὲ πολιτικὸ κίνημα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν τὰ κατώτερα στρώματα νὰ ἀποκτήσουν ἀδιανόητες γιὰ τὴν ἐποχὴ παροχές: ἰατρικὴ περίθαλψη, ἐπίδομα διακοπῶν, σπίτια ἀπὸ τὸ κράτος. Ἔζησε μόνο τριάντα τρία χρόνια.
Ὁ περονισμὸς χώρισε τὴ χώρα στὰ δύο –κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ διχάζει– ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ τὸ καθεστὼς φιλοξενοῦσε στελέχη τοῦ χιτλερικοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος τὰ ὁποῖα κατέφυγαν ἐδῶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Γ´ Ράιχ. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐγκληματίες τοῦ διεθνοῦς φασισμοῦ, ὅπως τὸν Κροάτη Ἄντε Πάβελιτς, ἀρχηγὸ τῶν Οὐστάσι καὶ εἰδεχθὴ ἐγκληματία τοῦ Γιασένοβατς, ἑνὸς στρατοπέδου θανάτου ποὺ δὲν εἶχε σὲ τίποτε νὰ «ζηλέψει» τὰ ἀντίστοιχα στὴ Γερμανία ἢ τὴν Πολωνία. Ἀμέσως μόλις ἔφτασε στὸ Μπουένος Ἄιρες τὸ 1946 ὁ Πάβελιτς ἀνέλαβε σύμβουλος σὲ θέματα ἀσφαλείας τοῦ Περὸν καὶ τῆς Ἐβίτας. Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ ρομαντικὸ «κορίτσι τοῦ λαοῦ» ποὺ προστάτευε μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα της τέτοια καθάρματα;
Ὁ Μπόρχες ἀποκαλοῦσε τὴν Ἐβίτα Περὸν «πόρνη», τὸ ἴδιο καὶ οἱ φίλοι του, ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο καὶ ἡ ἀδελφή της Βικτόρια, ἐκδότρια τοῦ περιοδικοῦ Sur, ποὺ εἶναι ταυτισμένο μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ μοντερνισμοῦ στὴν Ἀργεντινή. Ποιός νὰ τὸ φανταζόταν ὅτι ἡ Ἐβίτα, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδόλφο Μπιόυ Κασάρες, σύζυγό της καὶ φίλο τοῦ Μπόρχες, θὰ ἦταν σήμερα θαμμένοι στὸ νεκροταφεῖο τῆς συνοικίας La Recoleta, μαζὶ μὲ προέδρους, στρατηγοὺς καὶ ἄλλους ἐπιφανεῖς – ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ ἐγγονὴ τοῦ Ναπολέοντα;
Ἐκεῖ καὶ ὁ πατριάρχης τοῦ ἀργεντίνικου μοντερνισμοῦ Λεοπόλδο Λουγόνες, κανένα ἔργο τοῦ ὁποίου δὲν κυκλοφορεῖ, δυστυχῶς, στὰ ἑλληνικά. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν σοσιαλιστή, ποὺ ἔγινε συντηρητικὸς κι ἔφτασε νὰ ὑποστηρίζει τὸν φασισμὸ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, καταλήγοντας νὰ αὐτοκτονήσει ἀπὸ κατάθλιψη, ὁ Μπόρχες εἶχε πεῖ ὅτι «γιὰ πολλοὺς τὸ νὰ γράφεις καλὰ εἶναι σὰν νὰ γράφεις ὅπως ὁ Λουγόνες».
Τὰ σκεφτόμουν αὐτὰ καθὼς κατευθυνόμουν μὲ μιὰ παρέα φίλων στὸ γειτονικὸ τοῦ νεκροταφείου καφενεῖο La Biela, ἀπὸ τὰ ὡραιότερα στὴν πόλη. Ὁ Λουγόνες ἔγραψε τὸ πρῶτο διήγημά του ἐπιστημονικῆς φαντασίας σὲ ἀνύποπτο χρόνο, τὸ 1906, ὅταν ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε κάνει τὰ ἅλματα ποὺ γνωρίζουμε. Τί καινούργιο, ἄραγε, ἔχουν προσθέσει οἱ μεταμοντέρνοι φωστῆρες, ἀναρωτιόμουν, ἔπειτα ἀπὸ τὰ διηγήματά του «Ἡ Δύναμη Ὠμέγα», «Ἡ μεταμουσική», «Ἡ καταγωγὴ τῆς πλημμύρας»; Καὶ πόσο αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἐπέδρασε στὸ «Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο», τὸ καταληκτικὸ διήγημα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μπρόουντι τοῦ Μπόρχες; Κι ἔπειτα, πῶς γίνεται ὁ ἀντιφασίστας Μπόρχες νὰ δέχεται στὰ γεράματά του νὰ τὸν τιμήσει ἕνας στυγερὸς δικτάτορας σὰν τὸν Πινοσέτ, γεγονὸς ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ στέρησε τὸ Νομπέλ;
Τί σημαίνει ὅμως ἕνα βραβεῖο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση; Στὰ μεγάλα βιβλιοπωλεῖα τοῦ Μπουένος Ἄιρες δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ βρεῖ κανεὶς ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Μπόρχες. Καὶ φυσικὰ στὸ El Ateneo, γιὰ μένα τὸ ὡραιότερο βιβλιοπωλεῖο στὸν κόσμο, ἀπ’ ὅπου περνοῦν κάθε χρόνο πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἐπισκέπτες.
Τὸ 1919 ὁ Μὰξ Γκλύκσμαν πραγματοποίησε τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς του: νὰ δημιουργήσει τὸ ἐντυπωσιακότερο θέατρο στὴ Νότια Ἀμερική. Τὸ ὀνόμασε Teatro Grand Splendid. Τὸ 1924 τὸ μετέτρεψε σὲ κινηματογράφο, ὅπου πέντε χρόνια κατόπιν προβλήθηκε ἡ πρώτη ὁμιλοῦσα ταινία. Ὅταν ἀργότερα μετετράπη σὲ βιβλιοπωλεῖο, δὲν ἔγινε καμία σοβαρὴ ἀλλαγὴ στὸ ἐσωτερικό του.
Κοίταζα ἔκθαμβος τὶς ἴδιες θαυμάσιες ζωγραφικὲς παραστάσεις στὴν ὀροφή, τὴ σκηνὴ ἀνάλλαχτη στὸ βάθος, τὰ παλιὰ θεωρεῖα, στὰ ὁποῖα καταφεύγουν σήμερα οἱ ἀναγνῶστες γιὰ νὰ διαβάσουν μὲ τὴν ἡσυχία τους μέρος τῶν βιβλίων ποὺ σκέφτονται νὰ ἀγοράσουν κι ἔπειτα νὰ πᾶνε νὰ πιοῦν τὸν καφέ τους στὸ ἐξίσου ἀτμοσφαιρικὸ καφενεῖο τοῦ βιβλιοπωλείου.
Θυμήθηκα ξανὰ τὸν Μπόρχες. Αὐτὴ εἶναι ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Βαβέλ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀρχεῖο τῆς μνήμης, ὅπου ἡ φαντασία φορτίζει μὲ ἄλλο νόημα τὴν πραγματικότητα. Καὶ γιὰ ἕναν ὄχι ἐντελῶς ἀνεξήγητο λόγο σκέφτηκα ὅτι τὸ El Ateneo εἶναι τὸ ὁμόλογο τοῦ ἐξίσου θαυμάσιου Teatro Colón, μὲ τὴν ἐξαίρετη ἀκουστικὴ καὶ τὶς 2.500 θέσεις του. Ἐκεῖ παίχτηκε ἡ Ἀίντα τοῦ Βέρντι τὸ 1908 καὶ σήμερα στεγάζεται ἡ Ὄπερα τοῦ Μπουένος Ἄιρες.
Τὰ λογοτεχνικὰ καφενεῖα εἶναι μουσεῖα ἀναμνήσεων. Ὅμως ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, εὐρωπαϊκὸ στὸ ὕφος καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸ καφὲ Τortoni, δὲν βρίσκεται στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ στὸ Μπουένος Ἄιρες. Ὅποιος θέλει νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ θὰ πρέπει νὰ πάει πρὶν ἀπὸ τὶς δέκα τὸ πρωί, ἀλλιῶς χρειάζεται νὰ ἐπιστρατεύσει ὅσα ἀποθέματα ὑπομονῆς διαθέτει ὥσπου νὰ βρεῖ ἄδειο τραπέζι. Παραμένει ὅπως τὸ ἤθελε τὸ 1858 ὁ ἰδιοκτήτης του Ὀρέστε Τορτόνι: τὰ τραπέζια ἀπὸ μάρμαρο, οἱ καθρέφτες ἂρ ντεκό, ἐξαίρετα βιτρὸ στὴν ὀροφή, παλιὲς φωτογραφίες, ἀποκόμματα ἐφημερίδων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχε γνωρίσει τὶς μεγάλες του δόξες.
Ἀπὸ τὸ Tortoni πέρασαν ὁ Πιραντέλλο, ὁ Λόρκα, ὁ Στραβίνσκι, ὁ Ὀρτέγα ὓ Γκασσέτ, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο, ὁ Χούλιο Κορτάσαρ, ὁ Ἀινστάιν, καὶ πόσοι ἄλλοι ἀκόμη... Κι ἐδῶ τραγούδησε ὁ Κάρλος Γαρδέλ, ἔπαιξε πιάνο ὁ Ρουμπινστάιν κι ἔδωσε παραστάσεις ἡ Ζοζεφὶν Μπέικερ. Ὁ Μπόρχες καὶ ὁ Κασάρες ἀνῆκαν στοὺς τακτικότερους θαμῶνες. Ὁμοίωμα τοῦ πρώτου μαζὶ μὲ τοῦ Γαρδὲλ βρίσκεται τώρα στὸ βάθος τοῦ καφενείου, ὅπου συνήθιζαν νὰ κάθονται. Καὶ πιὸ πίσω μιὰ θαυμάσια βιβλιοθήκη.
Φαντάζεται κανεὶς πῶς θὰ ἦταν στὸν Μεσοπόλεμο ἢ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ Ἀργεντινὴ συγκαταλεγόταν στὶς πλουσιότερες χῶρες τοῦ κόσμου, ὅπως προκύπτει ἄλλωστε καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα: τὸ Μπουένος Ἄιρες εἶχε 12.000 αὐτοκίνητα τὸ 1912, περισσότερα ἀπ’ ὅσα ὑπῆρχαν στὴν Ἰταλία, καὶ 60.000 τηλέφωνα, πιὸ πολλὰ ἀπ’ ὅσα εἶχε τότε ἡ Γαλλία.
«Μιὰ θλιβερὴ σκέψη ποὺ χορεύεται». Δὲν ὑπάρχει καλύτερος ὁρισμὸς γιὰ τὸ τάνγκο, ὅπως τὸν διετύπωσε ὁ Ἐνρίκε Σάντος Ντισέπολο. Ἡ μυθολογία του ἕλκει τὰ ἑκατομμύρια τῶν τουριστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται τὸ Μπουένος Ἄιρες. Θὰ τὸ συναντήσουν σὲ ἀμέτρητες ἐκδοχὲς καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς συνοικίες τῆς πόλης. Ρυθμὸς καὶ ἀντίστιξη στὴ μελαγχολία, ἕνα ὑβρίδιο ποὺ προέκυψε ἀπὸ μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία.
Τὸ τάνγκο γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ μετανάστες στὰ καταγώγια καὶ στὰ πορνεῖα τῶν περιχώρων τοῦ Μπουένος Ἄιρες. Καὶ εἶναι προϊὸν τῆς ἀνδροκρατικῆς κοινωνίας τοῦ περιθωρίου, ἀφοῦ τὸ 70% τῶν μεταναστῶν στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν ἄνδρες. Συνδυάζει τὴ μιλόνγκα (ἕνα εἶδος πόλκας), τὴν κουβανέζικη χαμπανέρα, τὸ ἀνδαλουσιανὸ τάνγκο καὶ τοὺς ἀφρικανικοὺς χοροὺς τῶν σκλάβων. Ὅμως ἡ μελωδικὴ βάση του εἶναι ἰταλική. Ὑβρίδιο.
Ἔπρεπε νὰ περάσουν πολλὰ χρόνια ὥσπου τὸ τάνγκο νὰ μπεῖ στὰ σπίτια τῶν ἀστῶν καὶ στὰ σαλόνια τῶν ἀριστοκρατῶν. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ ἀριστοκρατία τῆς πόλης διαπίστωσε ὅτι ἔκανε θραύση στὸ Παρίσι, τὸ ὁποῖο θεωροῦσε πόλη ἀναφορᾶς. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε ὁ Γαρδὲλ τραγούδησε τὸ «La mia triste serata», ἐκτὸς ἀπὸ χορευτικό, τὸ τάνγκο καθιερώθηκε καὶ ὡς μουσικὸ εἶδος. Γιὰ νὰ πάρει ἀργότερα ἀκόμη πιὸ σύνθετο χαρακτήρα, ὅταν ὁ ἄρχων τοῦ μπαντονεὸν Ἄστορ Πιατσόλλα τὸ ἀνήγαγε σὲ μουσικὸ εἶδος πολὺ ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων.
Τὴ σκιὰ τοῦ Πιατσόλλα, ἄραγε, πήγαμε νὰ συναντήσουμε ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ Τρίτη στὸ Teatro Piazzolla, ὅπου ἔπαιζε παλιά, ἢ μήπως τοῦ Γαρδέλ, ποὺ κι ἐκεῖνος τραγούδησε ἐδῶ; Βρίσκεται στὸ ὑπόγειο τῆς στοᾶς Güemes στὸ 165 τῆς Avenida Florida. Πάνω της ὑψώνεται ἕνα πολυώροφο κτήριο καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο ὄροφο, ἂν διαθέτεις κιάλια καὶ εἶναι ὁ οὐρανὸς καθαρός, μπορεῖς νὰ δεῖς στὸ βάθος τὴν Οὐρουγουάη. Εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ πολυτελέστερες στοὲς ἂρ νουβὸ στὸν κόσμο καὶ δὲν χρειάζεται πολὺ παρατηρώντας τὰ μάρμαρα, τοὺς γρανίτες, τὶς κολόνες καὶ τὸν περίτεχνο θόλο της γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι μόνο μιὰ κοινωνία εὐμάρειας θὰ εἶχε τὴν πολυτέλεια νὰ τὴν κατασκευάσει.
Τὸ Teatro Piazzolla εἶναι ἕνα ὑπέροχο θέατρο ποὺ προσφέρει φαγητό, μουσικὴ καὶ χορευτικὸ πρόγραμμα ἐξαιρετικῆς ποιότητας – κι ἂς εἶναι ἐλαφρῶς τουριστικό. Ἀλλὰ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἀπολύτως τουριστικὲς παραστάσεις ποὺ δίδονται στὸ Caminito τῆς συνοικίας La Boca, ὅπου στοὺς δρόμους διάφοροι φτωχοδιάβολοι παριστάνοντας τὸν Μαραντόνα, μαζὶ μὲ ζευγάρια τὰ ὁποῖα φοροῦν παραδοσιακὰ ροῦχα καὶ χορεύουν –ἢ παριστάνουν ὅτι χορεύουν– τάνγκο, φωτογραφίζονται γιὰ μερικὰ πέσος μὲ τοὺς τουρίστες.
Στὴν ἑλληνικὴ πρεσβεία ἡ πρέσβης Εἰρήνη Λειβαδίτου μὲ ἐνημερώνει γιὰ τὴ λατρεία τῶν Ἀργεντινῶν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς 30.000 Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς ποὺ ζοῦν στὴ χώρα καὶ εἶναι ὀργανωμένοι σὲ κοινότητες. Τὸν περασμένο Σεπτέμβριο δόθηκε στὴν πόλη παράσταση μὲ θέμα τὴ ζωὴ τοῦ Καβάφη ἀπὸ τὴ διάσημη, ὅπως μὲ πληροφόρησε, σκηνοθέτρια Ἑλένα Τρίτεκ καὶ ἀπέσπασε κολακευτικότατα σχόλια στὸν Τύπο. Ἀκόμη μία φορὰ διαπιστώνω ὅτι ὁ Καβάφης εἶναι πλέον ὁ Ποιητὴς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἔχοντας ἐκτοπίσει ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν Τ.Σ. Ἔλιοτ.
Ἀλλὰ μαθαίνω καὶ κάτι ἀκόμη. Κάποιος ὁμογενής μας ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὀνόματι Γιῶργος Δερμιτζάκης, εἶχε τὴν εὐφάνταστη ἰδέα νὰ συνδυάσει τὸν ἑλληνικὸ χασάπικο χορὸ μὲ τὸ τάνγκο δημιουργώντας ἕνα ἀκόμη ὑβρίδιο ποὺ τὸ ὀνόμασε «τάνγκο χασάπικο». Ἡ μουσικὴ ποὺ τὸ συνοδεύει συνδυάζει τὴ μουσικὴ τοῦ Ἄστορ Πιατσόλλα καὶ τοῦ Μίκη Θεοδωράκη. Δὲν ξέρω τί εἶναι αὐτὸ τὸ νέο ὑβρίδιο ποὺ ἔχει προκαλέσει ἐνθουσιασμὸ στοὺς γηγενεῖς. Ὁ Ζορμπὰς στὸ Μπουένος ῎Αιρες; Μὰ ἄν, λέω, ἕνας Ζορμπὰς τοῦ πλούτου, τουτέστιν ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης, πλούτισε σὲ τούτη τὴ χώρα, γιατί ὄχι;
ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΣ τὴν ταξιδιογραφία, τὴν τεχνικὴ τοῦ δοκιμίου, τὸ ἐρευνητικὸ ρεπορτὰζ καὶ προσωπικές του ἐμπειρίες, ὁ Ἀναστάσης Βιστωνίτης συγκεντρώνει «κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη» κείμενα ποὺ ἔχουν γραφτεῖ μὲ διάφορες ἀφορμές.
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε ἑνότητες. Ἡ πρώτη (Οἱ ἐποχὲς τῆς στάχτης) ἀναφέρεται σὲ σκοτεινὲς πλευρὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα: στὴν ἀποκρυφιστικὴ ἐκδοχὴ τοῦ ναζισμοῦ, τὸν σοβιετικὸ πολιτισμικὸ ὁλοκληρωτισμό, τὸν πόλεμο τῶν ἰδεῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καὶ τὴν τυραννία τοῦ χρήματος. Ἡ δεύτερη (Ἡ κατοικία καὶ ἡ ἐξορία) περιγράφει τὸ ὑπαρξιακὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ τραῦμα, ἀλλὰ καὶ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦν ἡ πόλη, ἡ ἑστία καὶ οἱ ἀναμνήσεις. Στὴν τρίτη (Τόποι, πόλεις, ἄνθρωποι) περιγράφονται τὰ ταξίδια τοῦ συγγραφέα σὲ πόλεις-σταθμούς: Παρίσι, Νέα Ὑόρκη, Βερολίνο, Βιέννη, Λονδίνο, ἀλλὰ καὶ σὲ κέντρα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας: Μπουένος Ἄιρες, Πόλη τοῦ Μεξικοῦ, Πεκίνο καὶ Τσὺ Φού. Στὴν τέταρτη ἑνότητα παρακολουθοῦμε κάποιες «διαδρομὲς τοῦ καφέ», δηλαδὴ τὰ περάσματα τοῦ συγγραφέα ἀπὸ ἱστορικὰ καφενεῖα τῆς Εὐρώπης, καθὼς καὶ μιὰ ἀναδρομὴ σὲ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς του ἡλικίας. Στὴν τελευταία ἑνότητα, ἕνας «κόσμος ἀλλοῦ» ἀναδύεται ἀπὸ τὴ σεληνιακὴ γοητεία, τὸ φῶς τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ Χριστούγεννα, τὴ μυθολογία τοῦ αὐτοκινήτου, τὰ τοπία τῆς οὐτοπίας καὶ τὴν ἔλευση τῆς ἄνοιξης.
Κείμενα μὲ πλῆθος ἀναφορὲς στὴν Ἱστορία, τὴ μυθολογία καὶ τὴ λογοτεχνία, ὅπου ἡ γνώση καὶ ἡ ἐμπειρία συγχωνεύονται γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν προσωπικὴ ματιὰ τοῦ συγγραφέα πάνω στὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα.
Μπουένος Ἄιρες: Τάνγκο τῆς θλίψης
«ΟΙ ΜΕΞΙΚΑΝΟΙ ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ ἀπὸ τοὺς Ἀζτέκους, οἱ Περουβιανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἴνκας, οἱ Ἀργεντινοὶ ἀπὸ τὰ πλοῖα». Τὸ σχόλιο τοῦ Κάρλος Φουέντες ἐξηγεῖ ἐμμέσως γιατί ἡ Ἀργεντινὴ εἶναι ἡ πιὸ εὐρωπαϊκὴ χώρα τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Τὴ διαμόρφωσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὰ πλοῖα: οἱ Εὐρωπαῖοι μετανάστες (στὴ μεγάλη τους πλειονότητα Ἱσπανοί, Ἰταλοί, Γάλλοι καὶ Γερμανοί) ποὺ ἔφταναν κατὰ κύματα στὶς ἀκτές της ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ὣς τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σὲ μιὰ χώρα μὲ 40.000.000 κατοίκους, 50.000.000 βοοειδῆ καὶ περίπου ἄλλα 40.000.000 πρόβατα ἕνας χορτοφάγος δὲν θὰ ἔνιωθε καὶ πολὺ ἄνετα. Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν πέρασαν καὶ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὸ κρέας ἐδῶ ἦταν φθηνότερο ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ Ἀργεντινὴ παραμένει μιὰ μεγάλη χώρα καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες τῶν 13.000.000 κατοίκων ἐξακολουθεῖ νὰ ἀνήκει στὶς σημαντικότερες μητροπόλεις τοῦ κόσμου.
Βρέθηκα πρόσφατα στὴν πόλη. Δὲν χρειάστηκε πολὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῶ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο: εἶναι εὐρωπαϊκὴ στὰ καφενεῖα της καὶ ἀργεντίνικη στὶς πλατεῖες καὶ στὶς τεράστιες λεωφόρους ποὺ τὴ διασχίζουν. «Παρίσι τῆς Νότιας Ἀμερικῆς», λέει ἡ τουριστικὴ κοινοτοπία. Ναί, μὲ τὸν δικό του Σηκουάνα, τὸν Ρίο ντὲ λὰ Πλάτα. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κτήρια τοῦ 19ου αἰώνα, ἔξοχα δείγματα ἰταλικοῦ κλασικισμοῦ, ποὺ τὰ δημιούργησαν Ἰταλοὶ ἀρχιτέκτονες καὶ μηχανικοί, μὲ τὸ πομπῶδες, συχνά, ὕφος ποὺ τοῦ κληροδότησαν οἱ Ἱσπανοὶ καὶ μὲ τὴ γαλλικὴ φινέτσα τῶν θαυμάσιων καφενείων, ὅπου ὁ καφὲς μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι σπουδαῖος ἀλλὰ τὸ περιβάλλον εἶναι σίγουρα μοναδικό.
Βέβαια, ὑπάρχει καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες ποὺ δὲν ἔχει συνέλθει ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση τοῦ 2001-2002. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο ὅπου ἔμενα, στὴν Avenida Bolivar, βρισκόταν ἡ Plaza de Mayo, ἡ καρδιὰ τῆς πόλης. Ἀργὰ τὸ βράδυ, δίπλα στὶς εἰσόδους τῶν κτηρίων ἀλλὰ καὶ στὰ παγκάκια τῆς πλατείας ἔβλεπα ἄστεγους νὰ κοιμοῦνται κατάχαμα, ὅπως συμβαίνει τώρα καὶ στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν – στὴν ἴδια πλατεία ὅπου γιὰ δέκα χρόνια διαδήλωναν κάθε Πέμπτη οἱ μητέρες τῶν νεκρῶν, τῶν βασανισθέντων ἀπὸ τὴ δικτατορία τοῦ Βιδέλα καὶ τῶν ἀγνοουμένων στὸν πόλεμο τῶν Φώκλαντ τοῦ 1982. (Οἱ Ἀργεντινοὶ ἀποκαλοῦν αὐτὰ τὰ νησάκια Μαλβίνες κι ἔτσι εἶναι σωστὸ νὰ τὰ λέμε κι ἐμεῖς, νομίζω.) Κανεὶς δὲν γνωρίζει πόσα ἀκριβῶς ἦταν τὰ θύματα τῆς δικτατορίας. Πάντως, οἱ νεκροὶ κατὰ τὶς συντηρητικότερες ἐκτιμήσεις ξεπερνοῦν τοὺς δέκα χιλιάδες.
«Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀληθινοὶ Εὐρωπαῖοι», ἔλεγε ὁ Χόρχε Λουὶς Μπόρχες. «Τέκνα Ἰταλῶν, Ἱσπανῶν, Γάλλων καὶ Γερμανῶν...» Γιατὶ «οἱ Ἰταλοὶ εἶναι μόνο Ἰταλοί, οἱ Ἱσπανοὶ Ἱσπανοί, οἱ Γάλλοι Γάλλοι, οἱ Γερμανοὶ Γερμανοί». Μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ νιώθει περήφανη ποὺ μεταμόρφωσε ἕνα πλῆθος παραδόσεων καὶ δημιούργησε νέες μορφές. Καὶ αὐτὲς στὴν Ἀργεντινὴ ἐκφράζονται σὲ τρία πεδία: τὴ μουσική, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ λογοτεχνία.
Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀναρωτιέσαι γιατί στὶς λαϊκὲς ἀγορὲς οἱ μορφὲς ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι ἐκεῖνες τοῦ βασιλιᾶ τοῦ τάνγκο Κάρλος Γαρδέλ, τοῦ Μπόρχες (ἀκούγεται ὑπερρεαλιστικό, ἀλλὰ τὰ σουβενὶρ μὲ τὴν εἰκόνα του εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Μαραντόνα) καὶ τῆς Ἐβίτας Περόν. Τὸ ὄνομά της τὸ διαβάζει κανεὶς σὲ πλῆθος γκράφιτι στοὺς τοίχους, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐβίτα –ἢ ἀλλιῶς Μαρία Εὔα Ντουάρτε– παραμένει ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἡρωίδα τῆς χώρας. Νόθο τέκνο κάποιου κτηματία, κατάφερε νὰ γίνει τέκνο τοῦ λαοῦ, νὰ μετατρέψει ἕνα τυπικὰ λατινοαμερικανικὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα (τοῦ Περόν) σὲ πολιτικὸ κίνημα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν τὰ κατώτερα στρώματα νὰ ἀποκτήσουν ἀδιανόητες γιὰ τὴν ἐποχὴ παροχές: ἰατρικὴ περίθαλψη, ἐπίδομα διακοπῶν, σπίτια ἀπὸ τὸ κράτος. Ἔζησε μόνο τριάντα τρία χρόνια.
Ὁ περονισμὸς χώρισε τὴ χώρα στὰ δύο –κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ διχάζει– ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ τὸ καθεστὼς φιλοξενοῦσε στελέχη τοῦ χιτλερικοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος τὰ ὁποῖα κατέφυγαν ἐδῶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Γ´ Ράιχ. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐγκληματίες τοῦ διεθνοῦς φασισμοῦ, ὅπως τὸν Κροάτη Ἄντε Πάβελιτς, ἀρχηγὸ τῶν Οὐστάσι καὶ εἰδεχθὴ ἐγκληματία τοῦ Γιασένοβατς, ἑνὸς στρατοπέδου θανάτου ποὺ δὲν εἶχε σὲ τίποτε νὰ «ζηλέψει» τὰ ἀντίστοιχα στὴ Γερμανία ἢ τὴν Πολωνία. Ἀμέσως μόλις ἔφτασε στὸ Μπουένος Ἄιρες τὸ 1946 ὁ Πάβελιτς ἀνέλαβε σύμβουλος σὲ θέματα ἀσφαλείας τοῦ Περὸν καὶ τῆς Ἐβίτας. Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ ρομαντικὸ «κορίτσι τοῦ λαοῦ» ποὺ προστάτευε μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα της τέτοια καθάρματα;
Ὁ Μπόρχες ἀποκαλοῦσε τὴν Ἐβίτα Περὸν «πόρνη», τὸ ἴδιο καὶ οἱ φίλοι του, ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο καὶ ἡ ἀδελφή της Βικτόρια, ἐκδότρια τοῦ περιοδικοῦ Sur, ποὺ εἶναι ταυτισμένο μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ μοντερνισμοῦ στὴν Ἀργεντινή. Ποιός νὰ τὸ φανταζόταν ὅτι ἡ Ἐβίτα, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδόλφο Μπιόυ Κασάρες, σύζυγό της καὶ φίλο τοῦ Μπόρχες, θὰ ἦταν σήμερα θαμμένοι στὸ νεκροταφεῖο τῆς συνοικίας La Recoleta, μαζὶ μὲ προέδρους, στρατηγοὺς καὶ ἄλλους ἐπιφανεῖς – ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ ἐγγονὴ τοῦ Ναπολέοντα;
Ἐκεῖ καὶ ὁ πατριάρχης τοῦ ἀργεντίνικου μοντερνισμοῦ Λεοπόλδο Λουγόνες, κανένα ἔργο τοῦ ὁποίου δὲν κυκλοφορεῖ, δυστυχῶς, στὰ ἑλληνικά. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν σοσιαλιστή, ποὺ ἔγινε συντηρητικὸς κι ἔφτασε νὰ ὑποστηρίζει τὸν φασισμὸ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, καταλήγοντας νὰ αὐτοκτονήσει ἀπὸ κατάθλιψη, ὁ Μπόρχες εἶχε πεῖ ὅτι «γιὰ πολλοὺς τὸ νὰ γράφεις καλὰ εἶναι σὰν νὰ γράφεις ὅπως ὁ Λουγόνες».
Τὰ σκεφτόμουν αὐτὰ καθὼς κατευθυνόμουν μὲ μιὰ παρέα φίλων στὸ γειτονικὸ τοῦ νεκροταφείου καφενεῖο La Biela, ἀπὸ τὰ ὡραιότερα στὴν πόλη. Ὁ Λουγόνες ἔγραψε τὸ πρῶτο διήγημά του ἐπιστημονικῆς φαντασίας σὲ ἀνύποπτο χρόνο, τὸ 1906, ὅταν ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε κάνει τὰ ἅλματα ποὺ γνωρίζουμε. Τί καινούργιο, ἄραγε, ἔχουν προσθέσει οἱ μεταμοντέρνοι φωστῆρες, ἀναρωτιόμουν, ἔπειτα ἀπὸ τὰ διηγήματά του «Ἡ Δύναμη Ὠμέγα», «Ἡ μεταμουσική», «Ἡ καταγωγὴ τῆς πλημμύρας»; Καὶ πόσο αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἐπέδρασε στὸ «Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο», τὸ καταληκτικὸ διήγημα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μπρόουντι τοῦ Μπόρχες; Κι ἔπειτα, πῶς γίνεται ὁ ἀντιφασίστας Μπόρχες νὰ δέχεται στὰ γεράματά του νὰ τὸν τιμήσει ἕνας στυγερὸς δικτάτορας σὰν τὸν Πινοσέτ, γεγονὸς ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ στέρησε τὸ Νομπέλ;
Τί σημαίνει ὅμως ἕνα βραβεῖο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση; Στὰ μεγάλα βιβλιοπωλεῖα τοῦ Μπουένος Ἄιρες δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ βρεῖ κανεὶς ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Μπόρχες. Καὶ φυσικὰ στὸ El Ateneo, γιὰ μένα τὸ ὡραιότερο βιβλιοπωλεῖο στὸν κόσμο, ἀπ’ ὅπου περνοῦν κάθε χρόνο πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἐπισκέπτες.
Τὸ 1919 ὁ Μὰξ Γκλύκσμαν πραγματοποίησε τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς του: νὰ δημιουργήσει τὸ ἐντυπωσιακότερο θέατρο στὴ Νότια Ἀμερική. Τὸ ὀνόμασε Teatro Grand Splendid. Τὸ 1924 τὸ μετέτρεψε σὲ κινηματογράφο, ὅπου πέντε χρόνια κατόπιν προβλήθηκε ἡ πρώτη ὁμιλοῦσα ταινία. Ὅταν ἀργότερα μετετράπη σὲ βιβλιοπωλεῖο, δὲν ἔγινε καμία σοβαρὴ ἀλλαγὴ στὸ ἐσωτερικό του.
Κοίταζα ἔκθαμβος τὶς ἴδιες θαυμάσιες ζωγραφικὲς παραστάσεις στὴν ὀροφή, τὴ σκηνὴ ἀνάλλαχτη στὸ βάθος, τὰ παλιὰ θεωρεῖα, στὰ ὁποῖα καταφεύγουν σήμερα οἱ ἀναγνῶστες γιὰ νὰ διαβάσουν μὲ τὴν ἡσυχία τους μέρος τῶν βιβλίων ποὺ σκέφτονται νὰ ἀγοράσουν κι ἔπειτα νὰ πᾶνε νὰ πιοῦν τὸν καφέ τους στὸ ἐξίσου ἀτμοσφαιρικὸ καφενεῖο τοῦ βιβλιοπωλείου.
Θυμήθηκα ξανὰ τὸν Μπόρχες. Αὐτὴ εἶναι ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Βαβέλ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀρχεῖο τῆς μνήμης, ὅπου ἡ φαντασία φορτίζει μὲ ἄλλο νόημα τὴν πραγματικότητα. Καὶ γιὰ ἕναν ὄχι ἐντελῶς ἀνεξήγητο λόγο σκέφτηκα ὅτι τὸ El Ateneo εἶναι τὸ ὁμόλογο τοῦ ἐξίσου θαυμάσιου Teatro Colón, μὲ τὴν ἐξαίρετη ἀκουστικὴ καὶ τὶς 2.500 θέσεις του. Ἐκεῖ παίχτηκε ἡ Ἀίντα τοῦ Βέρντι τὸ 1908 καὶ σήμερα στεγάζεται ἡ Ὄπερα τοῦ Μπουένος Ἄιρες.
Τὰ λογοτεχνικὰ καφενεῖα εἶναι μουσεῖα ἀναμνήσεων. Ὅμως ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, εὐρωπαϊκὸ στὸ ὕφος καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸ καφὲ Τortoni, δὲν βρίσκεται στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ στὸ Μπουένος Ἄιρες. Ὅποιος θέλει νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ θὰ πρέπει νὰ πάει πρὶν ἀπὸ τὶς δέκα τὸ πρωί, ἀλλιῶς χρειάζεται νὰ ἐπιστρατεύσει ὅσα ἀποθέματα ὑπομονῆς διαθέτει ὥσπου νὰ βρεῖ ἄδειο τραπέζι. Παραμένει ὅπως τὸ ἤθελε τὸ 1858 ὁ ἰδιοκτήτης του Ὀρέστε Τορτόνι: τὰ τραπέζια ἀπὸ μάρμαρο, οἱ καθρέφτες ἂρ ντεκό, ἐξαίρετα βιτρὸ στὴν ὀροφή, παλιὲς φωτογραφίες, ἀποκόμματα ἐφημερίδων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχε γνωρίσει τὶς μεγάλες του δόξες.
Ἀπὸ τὸ Tortoni πέρασαν ὁ Πιραντέλλο, ὁ Λόρκα, ὁ Στραβίνσκι, ὁ Ὀρτέγα ὓ Γκασσέτ, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο, ὁ Χούλιο Κορτάσαρ, ὁ Ἀινστάιν, καὶ πόσοι ἄλλοι ἀκόμη... Κι ἐδῶ τραγούδησε ὁ Κάρλος Γαρδέλ, ἔπαιξε πιάνο ὁ Ρουμπινστάιν κι ἔδωσε παραστάσεις ἡ Ζοζεφὶν Μπέικερ. Ὁ Μπόρχες καὶ ὁ Κασάρες ἀνῆκαν στοὺς τακτικότερους θαμῶνες. Ὁμοίωμα τοῦ πρώτου μαζὶ μὲ τοῦ Γαρδὲλ βρίσκεται τώρα στὸ βάθος τοῦ καφενείου, ὅπου συνήθιζαν νὰ κάθονται. Καὶ πιὸ πίσω μιὰ θαυμάσια βιβλιοθήκη.
Φαντάζεται κανεὶς πῶς θὰ ἦταν στὸν Μεσοπόλεμο ἢ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ Ἀργεντινὴ συγκαταλεγόταν στὶς πλουσιότερες χῶρες τοῦ κόσμου, ὅπως προκύπτει ἄλλωστε καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα: τὸ Μπουένος Ἄιρες εἶχε 12.000 αὐτοκίνητα τὸ 1912, περισσότερα ἀπ’ ὅσα ὑπῆρχαν στὴν Ἰταλία, καὶ 60.000 τηλέφωνα, πιὸ πολλὰ ἀπ’ ὅσα εἶχε τότε ἡ Γαλλία.
«Μιὰ θλιβερὴ σκέψη ποὺ χορεύεται». Δὲν ὑπάρχει καλύτερος ὁρισμὸς γιὰ τὸ τάνγκο, ὅπως τὸν διετύπωσε ὁ Ἐνρίκε Σάντος Ντισέπολο. Ἡ μυθολογία του ἕλκει τὰ ἑκατομμύρια τῶν τουριστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται τὸ Μπουένος Ἄιρες. Θὰ τὸ συναντήσουν σὲ ἀμέτρητες ἐκδοχὲς καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς συνοικίες τῆς πόλης. Ρυθμὸς καὶ ἀντίστιξη στὴ μελαγχολία, ἕνα ὑβρίδιο ποὺ προέκυψε ἀπὸ μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία.
Τὸ τάνγκο γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ μετανάστες στὰ καταγώγια καὶ στὰ πορνεῖα τῶν περιχώρων τοῦ Μπουένος Ἄιρες. Καὶ εἶναι προϊὸν τῆς ἀνδροκρατικῆς κοινωνίας τοῦ περιθωρίου, ἀφοῦ τὸ 70% τῶν μεταναστῶν στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν ἄνδρες. Συνδυάζει τὴ μιλόνγκα (ἕνα εἶδος πόλκας), τὴν κουβανέζικη χαμπανέρα, τὸ ἀνδαλουσιανὸ τάνγκο καὶ τοὺς ἀφρικανικοὺς χοροὺς τῶν σκλάβων. Ὅμως ἡ μελωδικὴ βάση του εἶναι ἰταλική. Ὑβρίδιο.
Ἔπρεπε νὰ περάσουν πολλὰ χρόνια ὥσπου τὸ τάνγκο νὰ μπεῖ στὰ σπίτια τῶν ἀστῶν καὶ στὰ σαλόνια τῶν ἀριστοκρατῶν. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ ἀριστοκρατία τῆς πόλης διαπίστωσε ὅτι ἔκανε θραύση στὸ Παρίσι, τὸ ὁποῖο θεωροῦσε πόλη ἀναφορᾶς. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε ὁ Γαρδὲλ τραγούδησε τὸ «La mia triste serata», ἐκτὸς ἀπὸ χορευτικό, τὸ τάνγκο καθιερώθηκε καὶ ὡς μουσικὸ εἶδος. Γιὰ νὰ πάρει ἀργότερα ἀκόμη πιὸ σύνθετο χαρακτήρα, ὅταν ὁ ἄρχων τοῦ μπαντονεὸν Ἄστορ Πιατσόλλα τὸ ἀνήγαγε σὲ μουσικὸ εἶδος πολὺ ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων.
Τὴ σκιὰ τοῦ Πιατσόλλα, ἄραγε, πήγαμε νὰ συναντήσουμε ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ Τρίτη στὸ Teatro Piazzolla, ὅπου ἔπαιζε παλιά, ἢ μήπως τοῦ Γαρδέλ, ποὺ κι ἐκεῖνος τραγούδησε ἐδῶ; Βρίσκεται στὸ ὑπόγειο τῆς στοᾶς Güemes στὸ 165 τῆς Avenida Florida. Πάνω της ὑψώνεται ἕνα πολυώροφο κτήριο καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο ὄροφο, ἂν διαθέτεις κιάλια καὶ εἶναι ὁ οὐρανὸς καθαρός, μπορεῖς νὰ δεῖς στὸ βάθος τὴν Οὐρουγουάη. Εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ πολυτελέστερες στοὲς ἂρ νουβὸ στὸν κόσμο καὶ δὲν χρειάζεται πολὺ παρατηρώντας τὰ μάρμαρα, τοὺς γρανίτες, τὶς κολόνες καὶ τὸν περίτεχνο θόλο της γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι μόνο μιὰ κοινωνία εὐμάρειας θὰ εἶχε τὴν πολυτέλεια νὰ τὴν κατασκευάσει.
Τὸ Teatro Piazzolla εἶναι ἕνα ὑπέροχο θέατρο ποὺ προσφέρει φαγητό, μουσικὴ καὶ χορευτικὸ πρόγραμμα ἐξαιρετικῆς ποιότητας – κι ἂς εἶναι ἐλαφρῶς τουριστικό. Ἀλλὰ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἀπολύτως τουριστικὲς παραστάσεις ποὺ δίδονται στὸ Caminito τῆς συνοικίας La Boca, ὅπου στοὺς δρόμους διάφοροι φτωχοδιάβολοι παριστάνοντας τὸν Μαραντόνα, μαζὶ μὲ ζευγάρια τὰ ὁποῖα φοροῦν παραδοσιακὰ ροῦχα καὶ χορεύουν –ἢ παριστάνουν ὅτι χορεύουν– τάνγκο, φωτογραφίζονται γιὰ μερικὰ πέσος μὲ τοὺς τουρίστες.
Στὴν ἑλληνικὴ πρεσβεία ἡ πρέσβης Εἰρήνη Λειβαδίτου μὲ ἐνημερώνει γιὰ τὴ λατρεία τῶν Ἀργεντινῶν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς 30.000 Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς ποὺ ζοῦν στὴ χώρα καὶ εἶναι ὀργανωμένοι σὲ κοινότητες. Τὸν περασμένο Σεπτέμβριο δόθηκε στὴν πόλη παράσταση μὲ θέμα τὴ ζωὴ τοῦ Καβάφη ἀπὸ τὴ διάσημη, ὅπως μὲ πληροφόρησε, σκηνοθέτρια Ἑλένα Τρίτεκ καὶ ἀπέσπασε κολακευτικότατα σχόλια στὸν Τύπο. Ἀκόμη μία φορὰ διαπιστώνω ὅτι ὁ Καβάφης εἶναι πλέον ὁ Ποιητὴς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἔχοντας ἐκτοπίσει ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν Τ.Σ. Ἔλιοτ.
Ἀλλὰ μαθαίνω καὶ κάτι ἀκόμη. Κάποιος ὁμογενής μας ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὀνόματι Γιῶργος Δερμιτζάκης, εἶχε τὴν εὐφάνταστη ἰδέα νὰ συνδυάσει τὸν ἑλληνικὸ χασάπικο χορὸ μὲ τὸ τάνγκο δημιουργώντας ἕνα ἀκόμη ὑβρίδιο ποὺ τὸ ὀνόμασε «τάνγκο χασάπικο». Ἡ μουσικὴ ποὺ τὸ συνοδεύει συνδυάζει τὴ μουσικὴ τοῦ Ἄστορ Πιατσόλλα καὶ τοῦ Μίκη Θεοδωράκη. Δὲν ξέρω τί εἶναι αὐτὸ τὸ νέο ὑβρίδιο ποὺ ἔχει προκαλέσει ἐνθουσιασμὸ στοὺς γηγενεῖς. Ὁ Ζορμπὰς στὸ Μπουένος ῎Αιρες; Μὰ ἄν, λέω, ἕνας Ζορμπὰς τοῦ πλούτου, τουτέστιν ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης, πλούτισε σὲ τούτη τὴ χώρα, γιατί ὄχι;
____________________
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου