Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Κίχλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις Κίχλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Κλήρωση για ενα αντίτυπο του δυστοπικού μυθιστορήματος "Το παιχνίδι της Άγρας" του συγγραφέα Θεόδωρου Εσπίριτου





Το Bookaholic Thoughts Fever σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Κίχλη κληρώνει σε έναν τυχερό / μια τυχερή, ένα αντίτυπο του βιβλίου "Το παιχνίδι της Άγρας" του συγγραφέα

Για να να λάβετε μέρος στον διαγωνισμό, και να το διεκδικήσετε, ακολουθήστε τα παρακάτω βήματα. 


  • Like, Post και Share την ανάρτηση του διαγωνισμού στην ομάδα μας. 

  • Να κάνετε ΕΓΓΡΑΦΗ στο blog μας και να αφήσετε ένα σχόλιο κάτω από την παρούσα ανάρτηση. 

         
  • Like στην σελίδα μας στο Facebook



Ο διαγωνισμός αρχίζει από σήμερα 6/4 και λήγει στις 30/4. 



Καλή επιτυχία σε όλους. :) 



ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ


 Φωτογραφία στο εξώφυλλο: Guillermo Luijk, "Europa", 2006 (εμπνευσμένη από την ομώνυμη ταινία του Lars von Trier

Με φόντο μια Ευρώπη που σπαράσσεται από τον υπόγειο οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών-μελών της, ο Μάρλοου, ερευνητής της Υπηρεσίας Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων, επιβιβάζεται σε ένα τρένο με προορισμό την Άγρα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής καλείται να επιλύσει το αίνιγμα μιας εξαφάνισης και δύο φόνων, ενώ κάποιοι συνταξιδιώτες θα του αποκαλύψουν τους φόβους τους για το τι πραγματικά διαδραματίζεται πίσω από την πύλη της Άγρας. Ωστόσο, οι αποκαλύψεις αυτές δεν συνιστούν παρά μόνο την άκρη του νήματος, που οδηγεί σε έναν λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου εξυφαίνεται μια σκοτεινή συνωμοσία.

Χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία διάφορα λογοτεχνικά είδη, το αστυνομικό μυθιστόρημα, το πολιτικό νουάρ και τη δυστοπική-μελλοντολογική αφήγηση, αλλά και χάρη στην τεχνική του ντόμινο και στην καθηλωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ο Εσπίριτου παγιδεύει τον αναγνώστη στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου εφιάλτη.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Θεόδωρος Εσπίριτου σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, στη Δραματική Σχολή της Ευγενίας Χατζίκου και στο Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα "Δημιουργική Γραφή" του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Έχει σκηνοθετήσει 43 θεατρικές παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καλαμάτας, Πάτρας, Σερρών, Κοζάνης, Ιωαννίνων και σε ανεξάρτητες ομάδες. Παραστάσεις του έχουν παρουσιαστεί στην Ιταλία, στη Βόρεια Μακεδονία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στη Ρουμανία. Έχει διδάξει επίσης σε δραματικές σχολές.

Το έργο του "Inferno, εικόνες μιας έκθεσης" παρουσιάστηκε στο Θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία του ιδίου, ενώ με μορφή αναλογίου παρουσιάστηκαν τα έργα "Ηλέκτρα, το τέλος της παράστασης" (Γκαλερί Ώρα), "Delirium tremens" (Φούρνος), "Η σχεδία της Μέδουσας" (Άλεκτον) και με μορφή μουσικού αναλογίου η "Μικρή Σειρήνα" (Αίθουσα Εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου).

Το "Παιχνίδι της Άγρας" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.


[Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο - σ. 292-293 και 295-300.]




Τὸ τζὶπ διέσχιζε τὴν πεδιάδα σκαμπανεβάζοντας στὸν χωματόδρομο. Ἡ πόλη δὲν φαινόταν πιά. Ὁ Μάρλοου δὲν εἶχε ἰδέα ποῦ τὸν ὁδηγοῦσαν. Μπροστὰ στὸ φῶς τῶν προβολέων τοῦ ὀχήματος χόρευαν ἑκατοντάδες μικρὲς πεταλοῦδες. Τὸ τζὶπ ἔτρεχε καὶ ὁ Μάρλοου δὲν ἄκουγε τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς μηχανῆς καὶ τὶς κραυγὲς τῶν νυκτόβιων πλασμάτων. Κάποια στιγμὴ σταμάτησαν. Οἱ φύλακες κατέβηκαν μὲ τὰ ὅπλα τους στραμμένα πρὸς τὸν Μάρλοου. Ἐδῶ τελειώνουν ὅλα, σκέφτηκε. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε δυνατά. Ἡ ἀνάσα του εἶχε κοπεῖ. Ὡστόσο δὲν τὸν πυροβόλησαν. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁμάδας διέταξε τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο νὰ φορέσει στὸν ἐρευνητὴ τὴ μία χειροπέδη καὶ νὰ περάσει τὴν ἄλλη στὸ σιδερένιο στέλεχος τοῦ καθίσματος. Ἔπειτα περίμεναν, μὲ τοὺς προβολεῖς ἀναμμένους, ὥσπου, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἄναψαν γύρω τους τὰ φῶτα τῶν στύλων, ἀποκαλύπτοντας τὸ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ἀόρατο πεδινὸ τοπίο.

Κάτι θὰ συνέβαινε· ἦταν ξεκάθαρο. Ἀλλὰ τί; Ἡ ἀναμονὴ εἶχε καταντήσει ἀνυπόφορη. Ὁ ὁδηγὸς στεκόταν ὄρθιος, οἱ δύο φύλακες εἶχαν ξαπλώσει στὸ γρασίδι καὶ σιγομουρμούριζαν μιὰ μελωδία, ἐνῶ ὁ ἀρχηγός, μ’ ἕνα στάχυ στὰ δόντια, κοίταζε καρτερικὰ πρὸς τὸν χωματόδρομο. Ὁ Μάρλοου ἀποφάσισε νὰ σπάσει τὴ σιωπὴ ρωτώντας γιὰ ποιὸν λόγο βρίσκονταν ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν πῆρε καμία ἀπάντηση.

Κάποια στιγμὴ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς φύλακες σηκώθηκε, μπῆκε στὸ τζίπ, κι ἀφοῦ πάτησε ἕνα κουμπί, τέθηκαν σὲ λειτουργία οἱ δύο μικρὲς ὀθόνες ποὺ ἦταν ἐνσωματωμένες στὴν πλάτη τῶν μπροστινῶν καθισμάτων.

[...]

Ὁ Μάρλοου παρακολουθοῦσε τὴν ἔκβαση τοῦ ἀγώνα ἀπὸ τὶς ὀθόνες. Οἱ παῖκτες ποὺ ὑποδύονταν τοὺς Παρείσακτους ξεκίνησαν ἔξω ἀπὸ τὸν ἕκτο τομέα ὅπως ἦταν, δηλαδὴ χωρὶς μακιγιὰζ καὶ στολές, κι ἄρχισαν νὰ τρέχουν ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσαν στὸν φωτισμένο ἀπὸ τοὺς προβολεῖς χωματόδρομο. Δὲν τοὺς κυνηγοῦσε ἀκόμα κανείς, ὡστόσο ἔπρεπε ν’ ἀπομακρυνθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀφετηρία, ἡ ὁποία, ὅπως τόνισαν οἱ δύο παρουσιαστές, ἀποτελοῦσε σημεῖο ὑψηλῆς ἐπικινδυνότητας.

Κάποια στιγμή, μέσα σὲ ἕνα πανδαιμόνιο ἑτερόκλητων ἤχων, ἐμφανίστηκε στὴν ὀθόνη ἡ κυρία Τόμπρα, ἡ ὁποία πάσχιζε νὰ ἀντεπεξέλθει. Στὴν ἀρχὴ ἔτρεξε γιὰ λίγο, βλέποντας ὅμως πὼς δὲν ἄντεχε, στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ περπατάει, πιέζοντας ταυτόχρονα τὸ στέρνο της μὲ τὸ δεξί της χέρι. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι παῖκτες εἶχαν ἤδη χαθεῖ στὴ στροφή, ἀλλὰ ἐκείνη εἶχε μείνει τελευταία. Λίγο ἀργότερα σταμάτησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀρκετὰ ξεκομμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος. Φαινόταν νὰ ὑποφέρει. Γονάτισε στὸ ἔδαφος βγάζοντας μιὰ πνιχτὴ κραυγὴ κι ἔπειτα κύλησε στὸ χαντάκι.

«Εἶμαι σίγουρος, κυρίες καὶ κύριοι, ὅτι κανείς σας δὲν ἔχει ξεχάσει τὴν Κόμπρα καὶ τὶς τεχνικές της», σχολίασε ὁ Βίπ. «Καταλήγω λοιπὸν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ πτώση της εἶναι ἠθελημένη, ὅτι ἡ πανέξυπνη Κόμπρα προσποιεῖται!»

«Τὸ ἴδιο πιστεύω κι ἐγώ», συμφώνησε ἡ Ντίβα. «Πρόκειται μᾶλλον γιὰ στρατηγικὴ ἐπιβίωσης. Τρέμει ἀπ’ τὸν φόβο της, ὡστόσο, κοιτάξτε την, προχωρᾶ, ἄλλοτε σκυφτὰ κι ἄλλοτε μπουσουλώντας, κρυμμένη πίσω ἀπὸ τοὺς θάμνους, προφυλαγμένη ἀπ’ τὸ ἡμίφως. Περίεργη καθὼς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της, δὲν θέλει νὰ χάσει τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀγώνα».

«Ἔχει κότσια ὅμως, πρέπει νὰ τῆς τὸ ἀναγνωρίσουμε», εἶπε ὁ Βίπ.

«Πράγματι», συμφώνησε ἡ Ντίβα.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μάρλοου ἀποτράβηξε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὶς ὀθόνες, γιατὶ ἔφτασε στ’ αὐτιά του ἕνα συνονθύλευμα ἤχων ποὺ ὁλοένα πλησίαζε. Ἀκούγονταν βόμβος ἑλικοπτέρων, μηχανὲς αὐτοκινήτων, γαβγίσματα σκύλων, κυνηγετικὰ κόρνα καὶ κλάξον, ἐνῶ ταυτόχρονα οἱ δεκάδες ἀναμμένοι προβολεῖς δημιουργοῦσαν ἕνα ἐκτυφλωτικὸ περιβάλλον. Ὁ ἀρχηγὸς διέταξε τὸν φύλακα ποὺ εἶχε δέσει τὸ χέρι τοῦ Μάρλοου στὸ σιδερένιο στέλεχος τοῦ καθίσματος νὰ τοῦ δέσει καὶ τὸ ἄλλο. Σὲ λίγο, μέσα σὲ ἕνα σύννεφο σκόνης, πρόβαλε στὸ βάθος ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ ἔτρεχαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη, κυνηγημένοι ἀπὸ ἄγρια ντόπερμαν. Ταυτόχρονα κατέφθασαν καμιὰ εἰκοσαριὰ ἀνοιχτὰ τζίπ, ποὺ μετέφεραν τοὺς τύπους ποὺ προκαλοῦσαν τὴ φασαρία μὲ τὰ κόρνα, καθὼς καὶ κάποια ἄλλα ὀχήματα, ὅπου ἐπέβαιναν οἱ εἰκονολῆπτες. Προχωροῦσαν στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ἀριστερὰ τοῦ δρόμου, θέτοντας ἔτσι τὰ ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα ἐπιτρεπόταν νὰ τρέχουν οἱ παῖκτες. Ἀπὸ πάνω πετοῦσαν τὰ ἑλικόπτερα μὲ ἄλλους δύο εἰκονολῆπτες, οἱ ὁποῖοι κρέμονταν κυριολεκτικὰ στὸν ἀέρα, προκειμένου νὰ τραβήξουν τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα στιγμιότυπα.

Ὅταν οἱ παῖκτες ἔφτασαν περίπου στὸ σημεῖο ὅπου βρισκόταν ὁ Μάρλοου, ὁ ἀρχηγὸς διέταξε ν’ ἀνέβουν ὅλοι στὸ τζὶπ κι ἀμέσως ἄρχισαν νὰ κινοῦνται παραλλήλως τοῦ πλήθους ποὺ ἔτρεχε. Οἱ φύλακες ἦταν σὲ ὑπερδιέγερση· ἀγωνιοῦσαν, σφύριζαν, ἐνθάρρυναν, ἔβριζαν, λὲς καὶ παρακολουθοῦσαν τὸν τελικὸ κυπέλλου μεταξὺ δύο μεγάλων ποδοσφαιρικῶν ὁμάδων. Καὶ φυσικὰ ὅλοι τους εἶχαν στοιχηματίσει στὴ νίκη ἢ στὴν ἧττα κάποιου ἀπὸ τὰ σκυλιά, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔφερε ἕναν διακριτικὸ ἀριθμό.

«Οἱ Παρείσακτοι τρέχουν γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ ντόπερμαν», εἶπε ἡ Ντίβα, «καί, ὅπως βλέπετε, κυρίες καὶ κύριοι, μετὰ ἀπὸ ἀρκετοὺς ἑλιγμοὺς τὸ καταφέρνουν, γιατὶ τὰ πίσω πόδια τῶν ζώων εἶναι δεμένα κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ φτάσουν μὲ εὐκολία τὸ θήραμά τους».

«Πολλὲς φορὲς ὅμως», συνέχισε ὁ Βίπ, «τὰ σκυλιὰ κουτρουβαλοῦν στὶς κατηφόρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μπλέκονται ἄτσαλα στὰ πόδια τῶν κυνηγημένων, πού, ὅπως βλέπετε, τὰ κλοτσοῦν μὲ μανία καὶ μίσος».

«Τὰ σκυλιὰ εἶναι ἐκπαιδευμένα νὰ δαγκώνουν τὴν καρωτίδα», ἐξήγησε ἡ Ντίβα, «ἐνῶ οἱ Παρείσακτοι, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, δὲν ξέρουν πῶς νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ ζῶα».

«Κοιτάξτε, φίλοι μου!» φώναξε ὁ Βίπ. «Μὴ χάσετε αὐτὰ τὰ κοντινὰ πλάνα ποὺ προσφέρει ὁ σκηνοθέτης μας: Ἕνα ντόπερμαν ἁρπάζει κάποιον καὶ τὸν ρίχνει στὸ ἔδαφος. Ἀκολουθεῖ ἄγρια πάλη μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ ζώου καὶ... Τί κρίμα, τελείωσε κιόλας. Ὁ Παρείσακτος ἔχασε!»

Ἐνῶ οἱ εἰκονολῆπτες εἶχαν στραμμένη τὴν προσοχή τους στὴν ἀγωνία τῶν κυνηγημένων, ποὺ ἔτρεχαν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ σκυλιά, καὶ οἱ παρουσιαστὲς περιέγραφαν μὲ καταιγιστικὸ τρόπο τὴν ἀγριότητα αὐτῶν τῶν σκηνῶν, ἡ κυρία Τόμπρα, ἡ ὁποία ἐμφανίστηκε πάλι στὴν ἄλλη ὀθόνη, προσπαθοῦσε νὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς συνέβαινε. Τὰ σύννεφα σκόνης δὲν τῆς ἐπέτρεπαν νὰ δεῖ καθαρά. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ κάμερα κατέγραψε τὴν ἔκπληξή της καθὼς εἶδε ἕναν ἀπὸ τοὺς παῖκτες νὰ κάνει στροφὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν καί, βάζοντας φτερὰ στὰ πόδια του, νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς συμπλοκῆς. Ἔμοιαζε σὰν νὰ ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἕκτο τομέα. Καθὼς ὅμως ἔτρεχε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη πρὸς τὴν ἀφετηρία, ἕνα σκυλὶ τὸν πῆρε στὸ κατόπι καὶ τελικά, πλησιάζοντας τὸ σημεῖο ὅπου λούφαζε ἡ κυρία Τόμπρα, ὅρμησε καταπάνω του καὶ τὸν ἅρπαξε μὲ μιὰ ἀστραπιαία κίνηση ἀπ’ τὸ πόδι. Ὁ ἄντρας ἔπεσε κάτω. Ἀμέσως μετὰ τὸ ζῶο πῆγε νὰ δαγκώσει τὸν λαιμό του. Ἐκεῖνος τότε ἔπιασε τὸ ντόπερμαν ἀπ’ τὰ σαγόνια, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ κάνει τίποτα. Τὸ σκυλὶ τοῦ ξέσκισε τὸ λαρύγγι κάνοντας τὸ αἷμα νὰ πεταχτεῖ βίαια τριγύρω.

Ἡ κυρία Τόμπρα ἀδυνατοῦσε νὰ κλείσει τὰ μάτια της στὸν ἐφιάλτη. Παρακολουθοῦσε τὴ σκηνὴ καὶ ἔνιωθε νὰ χάνει τὰ λογικά της βλέποντας τὸ θύμα νὰ σπαρταράει αἱμόφυρτο στὸ ἔδαφος. Τὸ σκυλὶ τὴν ὀσμίστηκε καὶ πλησίασε τὸν θάμνο δείχνοντας τὰ δόντια του. Ἐκείνη, ἔτσι ὅπως ἦταν μπρούμυτα, κουλουριάστηκε ὅσο μποροῦσε καὶ κάλυψε μὲ τὰ χέρια τὸν λαιμό της, ἐνῶ προσπαθοῦσε, ὅσο τῆς ἦταν δυνατόν, νὰ κρύψει στὸ στῆθος τὰ μπράτσα της. Ὡστόσο, δευτερόλεπτα πρὶν τὸ σκυλὶ τῆς χιμήξει, ἕνα ἀνέλπιστο σφύριγμα τὸ ἔκανε νὰ στραφεῖ καὶ νὰ φύγει. Ἡ κυρία Τόμπρα, ποὺ εἶχε δεῖ τὸν Χάρο μὲ τὰ μάτια της, παρέμεινε ἀσάλευτη γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ μόνο ἡ ἔνταση τοῦ κορμιοῦ της καὶ τὰ νύχια της, ποὺ κόντευαν νὰ χωθοῦν στὸν λαιμό της, μαρτυροῦσαν πὼς ἦταν ἀκόμα ζωντανή.

Στὸ μεταξὺ ἡ κατάσταση στὸν ἕκτο τομέα εἶχε ἐκτροχιαστεῖ. Ἡ σταγόνα ποὺ ἔκανε τὸ ποτήρι νὰ ξεχειλίσει ἦταν ἡ μετάδοση τοῦ ἀγώνα ἀπὸ τὶς γιγαντοοθόνες ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ στὶς μονάδες φιλοξενίας. Ὅσοι δὲν εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ τὸν ἀγώνα ἔβλεπαν τώρα σὲ κοντινὰ πλάνα τὸν ἀποτρόπαιο θάνατο τῶν παικτῶν καθὼς τοὺς κατασπάραζαν τὰ σκυλιά. Οἱ εἰκονολῆπτες ποὺ εἶχαν μείνει πίσω γιὰ νὰ καλύπτουν τὰ γεγονότα στὸν τομέα ἀπαθανάτιζαν τὰ συνωμοτικὰ βλέμματά τους. Οἱ φύλακες πάσχιζαν νὰ συνετίσουν τὸ ἐξαγριωμένο πλῆθος συνεννοούμενοι μέσω τῶν πομποδεκτῶν, ἀλλὰ οἱ ὑποψήφιοι δὲν ἄκουγαν τίποτα. Φώναζαν συνθήματα, ξήλωναν τὰ παράθυρα, ἔσπαγαν τὰ κρεβάτια κι ἔπειτα τὰ πετοῦσαν στὴ φωτιὰ ποὺ εἶχαν ἀνάψει μαζὶ μὲ ροῦχα, βαλίτσες, παπούτσια, βιβλία... Σὲ λίγη ὥρα ὅλα τὰ κτίρια τοῦ τομέα εἶχαν τυλιχτεῖ στὶς φλόγες. Κάποιοι φύλακες προσπαθοῦσαν νὰ θέσουν ὑπὸ ἔλεγχο τὴ φωτιὰ μὲ μάνικες πυρόσβεσης, ἐνῶ οἱ ὑποψήφιοι παῖκτες οὔρλιαζαν. Τὸ ἀρχέγονο ὂν μέσα τους ἀπαιτοῦσε νὰ ζήσει καὶ μιὰ πρωτάκουστη κραυγὴ ἀναδυόταν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής τους.

Καὶ ἐνῶ συνέβαιναν αὐτά, οἱ τηλεπαρουσιαστὲς συνέχιζαν τὴν περιγραφὴ τοῦ ἀγώνα, κάνοντας ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ ἀναφορὰ καὶ στὰ ἐπεισόδια τοῦ ἕκτου τομέα, σὰν νὰ ἦταν καὶ αὐτὰ μέρος τοῦ Παιχνιδιοῦ.

Ὁ Μάρλοου ἔκλεισε γιὰ λίγο τὰ μάτια. Ἔνιωθε τὸ πρόσωπό του νὰ καίει. Ἕνα στυγερὸ ἔγκλημα ἐκτυλισσόταν μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ πίστευε ὅτι οὔτε οἱ παῖκτες μὰ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος θὰ ἐπιβίωναν ὣς τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ γυρίσματος.


Bookaholic Thoughts Fever  2021

Share:

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Διαγωνισμός με δώρο δύο αντίτυπα από τις Εκδόσεις Κίχλη


Οι Βιβλιοψίθυροι (Bookaholic Thoughts) και οι Εκδόσεις Κίχλη κληρώνουν ένα αντίτυπο από το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» του συγγραφέα Άκη Παπαντώνη και ένα αντίτυπο της νουβέλας «Λιτανεία του χρόνου» της συγγραφέως Μελανία Δαμιανού. 


«Ρηχὸ νερό, σκιὲς»

Μυθιστόρημα
Σελίδες: 168
Εκδόσεις Κίχλη
ISBN: 978-618-5004-84-2



Τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1986 βρίσκουν τους κατοίκους του Πρίπιατ να κοιμούνται, να λογομαχούν, να ερωτοτροπούν ή να παλεύουν με τους δαίμονές τους, την ώρα που ο αντιδραστήρας Νο. 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας «Β. Ι. Λένιν» εκρήγνυται.
Με φόντο ένα γεγονός που διαχώρισε ανεπιστρεπτί το πριν από το μετά, η καθημερινότητα των ανυποψίαστων κατοίκων της πόλης-δορυφόρου του Τσερνόμπιλ μετατρέπεται σε σημείο καμπής. Προσωπικές ιστορίες και ετερόφωτες αφηγήσεις μπλέκονται, ακριβώς όπως το παρελθόν μπλέκεται με το παρόν και το μέλλον των πρωταγωνιστών. Η ροή του χρόνου όμως δεν ανακόπτεται• κάποια ερωτήματα απαντώνται και κάποια μένουν μετέωρα, κάποιες μνήμες ξεθωριάζουν και κάποιες μένουν ακλόνητες, κάποιες χειρονομίες μένουν στη μέση και κάποιες βρίσκουν βίαιη απόκριση.
Από την αρχή ως το τέλος αυτού του σπονδυλωτού μυθιστορήματος κυριαρχεί το ζήτη-μα της μνήμης: το πώς το βιωμένο παρελθόν συνομιλεί με όσα προοικονομεί το παρόν• το πώς οι προσωπικές ή οι συλλογικές αναμνήσεις αναδύονται αναπάντεχα από τη σκιασμένη πλευρά της πραγματικότητας, προτού βουτήξουν ξανά στα ρηχά νερά της.
«Δεν έχει σημασία όμως τι θα θυμόταν και τι όχι, άλλωστε τα χρόνια κυλούν σαν νερό και η μνήμη δεν είναι παρά ένα αστείρευτο πηγάδι ψέματα».


Βιογραφικό συγγραφέα



Ο Άκης Παπαντώνης, γεννήθηκε στὴν Αθήνα τὸ 1978.
Εἶναι καθηγητὴς στὴν Ιατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκέτινγκεν.

Ἔχει τιμηθεῖ μὲ το «Βραβεῖο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου» τοῦ
ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Ο᾽Αναγνώστης»
γιὰ τὴ νουβέλα του Καρυότυπος (Κίχλη 2014).


                  «Λιτανεία του χρόνου»

Νουβέλα
  • Σελίδες: 88
  • Εκδόσεις Κίχλη
  • ISBN-13: 978-618-5004-86-6




Μιὰ καμένη πόλη ρημάζει. Πρώην κάτοικοι καὶ στρατιῶτες τριγυρνοῦν ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια. Φασματικὲς σκιές περιφέρονται σ᾽ ἕνα τοπίο ἄδειο ἀπὸ κάθε ἴχνος ζωῆς· ὅταν, σπανίως, διασταυρώνονται μὲ κάποιο ἄλλο πλάσμα, ἄνθρωπο ἤ ζῶο, ἡ ἐπαφὴ εἶναι ἀνέφικτη. Ἀπομένει ὁ λόγος· διηγοῦνται ἀποσπασματικὰ τὴν ἱστορία τους, προσπαθώντας νὰ ἀνακτήσουν τὸ χαμένο παρελθόν. Ἀνάμεσα στοὺς μονολόγους παρεμβάλλονται θραύσματα σημειώσεων, τὰ ἀποτυπώματα  μιᾶς ψυχικῆς ἐνδοχώρας, ὅπου ὅλα σιγὰ σιγὰ παγώνουν καὶ ἀκινητοποιοῦνται. Ἡ ἀφήγηση κινεῖται σὲ τρεῖς διαφορετικοὺς χρόνους: τὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ τὴν καταστροφή, τὶς μέρες τῆς πολιορκίας καὶ τὴ βασανιστικὴ διάρκεια τοῦ ἐφιάλτη ποὺ ἀκολούθησε.

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἰδιότυπο Καθαρτήριο τὰ πρόσωπα τῆς Λιτανείας καταφεύγουν στὸ μοναδικὸ πράγμα ποὺ τὰ συνδέει μὲ τὸν κόσμο, τὴ μνήμη. Ὡστόσο οἱ μνῆμες ἀναδύονται τραυματικὲς καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ νοήματος εἶναι ὁλοκληρωτική. Δὲν ὑπάρχει διαφυγή, μόνο μιὰ ἀτελείωτη ἐπανάληψη ἐπιθυμιῶν, διαψεύσεων, παθῶν καὶ φόβων. Καὶ  ἡ λιτανεία τοῦ χρόνου συνεχίζει τὴν ἀέναη πορεία της χωρὶς ἀφετηρία, χωρὶς προορισμό, ἀφήνοντας πίσω της ἱστορίες ποὺ δείχνουν πὼς ἡ ἔρημος εἶναι ἡ ἄλλη πλευρὰ τοῦ μαγεμένου καθρέφτη. 

«Ὅ,τι ὀνομάζουν ὕπαρξη εἶναι ἕνα ἵζημα μνήμης ποὺ βουλιάζει στὸν βυθὸ τοῦ χρόνου, ἀδρανὴς ὕλη ξεχασμένη κι ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό. Δὲν ξέρουν ὅτι μάταια φοβοῦνται· γιατὶ εἶναι ἤδη κάτι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ ὁρίσουν».


Βιογραφικό συγγραφέα


Ἡ Μελανία Δαμιανοῦ ζεῖ στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε ζωγραφικὴ καὶ φωτογραφία στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν εἰκονογράφηση.
Ἡ Λιτανεία τοῦ χρόνου εἶναι τὸ πρῶτο της βιβλίο.



Για να συμμετέχετε στον διαγωνισμό και να διεκδικήσετε τα δύο αντίτυπα ακολουθήστε τα παρακάτω βήματα. 

✔️Like στην ανάρτηση του διαγωνισμού στην ομάδα μας Βίβλιοψίθυροι (Bookaholic Thoughts)

✔️Like στην σελίδα Εκδόσεις Κίχλη

✔️ Share (Public) της ανάρτησης του διαγωνισμού. 

Ο διαγωνισμός αρχίζει απο σήμερα 15/4 και θα ολοκληρωθεί στις 30/4 στις 23:59 μ.μ .



Αν οι νικητές είναι από την Αθήνα,
θα μπορούν να παραλάβουν τα βιβλία
  
αποκλειστικά από το βιβλιοπωλείο Επί Λέξει (Ακαδημίας 32).

Αν οι νικητές είναι από την επαρχία η αποστολή των βιβλίων θα γίνει από το Bookaholic Thoughts. 


Καλή επιτυχία σε όλους‼️ 


Share:

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Δανεικά αγύριστα - Γεωργία Τριανταφυλλίδου

 Δανεικά αγύριστα - Γεωργία Τριανταφυλλίδου
 
Hμ. Έκδοσης: 16/05/2017
Σελίδες: 56
ISBN: 978-618-5004-54-5

Λίγα λόγια για το βιβλίο

ΤΑ ΔΑΝΕΙΚΑ ΑΓΥΡΙΣΤΑ είναι η τρίτη ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου. Ποιήματα που αφορούν κυρίως βιωματικές περιπέτειες, μικρές ή μεγάλες απώλειες, ανατροπές απροσδόκητες, σχέδια ματαιωμένα – όλα εκείνα μέσα από τα οποία η ποιήτρια βλέπει τον κόσμο. Ποιήματα που διακρίνονται για το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία, το παράλογο, τον αυτοσαρκασμό, αλλά και για τη ρυθμική ποικιλία τους. Στον κόσμο της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου όλα είναι δανεικά.

ΝΑ ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΕΣΑΙ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Yπάρχουν πρόσωπα εμπνευστικά
υπερβολικά εμπνευστικά για να μην μπουν στο ποίημα.
Οι στίχοι μας και τα πρόσωπα είναι τόσο κοντά
που αν απλώσεις το χέρι απ’ το μπαλκόνι του ενός
μπορείς ν’ αγγίξεις το βλέμμα στο περβάζι του άλλου.
Τα πρόσωπα τυλίγει μια πράσινη ομίχλη.
Εκεί μέσα πλέουν ανθισμένα.
Είμαστε σκλάβοι τους παντοτινοί.
Γιατί τα επιλέξαμε ελεύθεροι
πληγωμένοι, σχεδόν, από τα σφιχτά λουριά της ελευθερίας μας.
Το ποίημα άνοιξε και περιμένει
με φώτα διαθέσιμα και παχιά λόγια σα χαλιά.
Τότε, ακριβώς, τα πρόσωπα μας προσπερνούν.
Απομακρύνονται τυλιγμένα σε μια πράσινη ομίχλη
αφήνοντας άλλους στίχους να γίνουν
οι επεξεργασμένες φωτογραφίες
του προσώπου μας που τα ορέχτηκε.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη
Share:

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Κάτω από την ίδια στέγη - Αναστάσης Βιστωνιτης

https://www.facebook.com/kichlipublishing/photos/a.221568561319105.1073741825.154908521318443/879493525526602/?type=3

Κάτω από την ίδια στέγη - Αναστάσης Βιστωνιτης  

Σελίδες: 488
ISBN: 978-618-5004-53-8 
Ημ. Εκδοσης 03/2017

ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΣ τὴν ταξιδιογραφία, τὴν τεχνικὴ τοῦ δοκιμίου, τὸ ἐρευνητικὸ ρεπορτὰζ καὶ προσωπικές του ἐμπειρίες, ὁ Ἀναστάσης Βιστωνίτης συγκεντρώνει «κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη» κείμενα ποὺ ἔχουν γραφτεῖ μὲ διάφορες ἀφορμές.
Τὸ βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε ἑνότητες. Ἡ πρώτη (Οἱ ἐποχὲς τῆς στάχτης) ἀναφέρεται σὲ σκοτεινὲς πλευρὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα: στὴν ἀποκρυφιστικὴ ἐκδοχὴ τοῦ ναζισμοῦ, τὸν σοβιετικὸ πολιτισμικὸ ὁλοκληρωτισμό, τὸν πόλεμο τῶν ἰδεῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καὶ τὴν τυραννία τοῦ χρήματος. Ἡ δεύτερη (Ἡ κατοικία καὶ ἡ ἐξορία) περιγράφει τὸ ὑπαρξιακὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ τραῦμα, ἀλλὰ καὶ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦν ἡ πόλη, ἡ ἑστία καὶ οἱ ἀναμνήσεις. Στὴν τρίτη (Τόποι, πόλεις, ἄνθρωποι) περιγράφονται τὰ ταξίδια τοῦ συγγραφέα σὲ πόλεις-σταθμούς: Παρίσι, Νέα Ὑόρκη, Βερολίνο, Βιέννη, Λονδίνο, ἀλλὰ καὶ σὲ κέντρα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας: Μπουένος Ἄιρες, Πόλη τοῦ Μεξικοῦ, Πεκίνο καὶ Τσὺ Φού. Στὴν τέταρτη ἑνότητα παρακολουθοῦμε κάποιες «διαδρομὲς τοῦ καφέ», δηλαδὴ τὰ περάσματα τοῦ συγγραφέα ἀπὸ ἱστορικὰ καφενεῖα τῆς Εὐρώπης, καθὼς καὶ μιὰ ἀναδρομὴ σὲ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς του ἡλικίας. Στὴν τελευταία ἑνότητα, ἕνας «κόσμος ἀλλοῦ» ἀναδύεται ἀπὸ τὴ σεληνιακὴ γοητεία, τὸ φῶς τοῦ καλοκαιριοῦ, τὰ Χριστούγεννα, τὴ μυθολογία τοῦ αὐτοκινήτου, τὰ τοπία τῆς οὐτοπίας καὶ τὴν ἔλευση τῆς ἄνοιξης.
Κείμενα μὲ πλῆθος ἀναφορὲς στὴν Ἱστορία, τὴ μυθολογία καὶ τὴ λογοτεχνία, ὅπου ἡ γνώση καὶ ἡ ἐμπειρία συγχωνεύονται γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν προσωπικὴ ματιὰ τοῦ συγγραφέα πάνω στὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα.

Μπουένος Ἄιρες: Τάνγκο τῆς θλίψης

«ΟΙ ΜΕΞΙΚΑΝΟΙ ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ ἀπὸ τοὺς Ἀζτέκους, οἱ Περουβιανοὶ ἀπὸ τοὺς Ἴνκας, οἱ Ἀργεντινοὶ ἀπὸ τὰ πλοῖα». Τὸ σχόλιο τοῦ Κάρλος Φουέντες ἐξηγεῖ ἐμμέσως γιατί ἡ Ἀργεντινὴ εἶναι ἡ πιὸ εὐρωπαϊκὴ χώρα τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς. Τὴ διαμόρφωσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὰ πλοῖα: οἱ Εὐρωπαῖοι μετανάστες (στὴ μεγάλη τους πλειονότητα Ἱσπανοί, Ἰταλοί, Γάλλοι καὶ Γερμανοί) ποὺ ἔφταναν κατὰ κύματα στὶς ἀκτές της ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ὣς τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σὲ μιὰ χώρα μὲ 40.000.000 κατοίκους, 50.000.000 βοοειδῆ καὶ περίπου ἄλλα 40.000.000 πρόβατα ἕνας χορτοφάγος δὲν θὰ ἔνιωθε καὶ πολὺ ἄνετα. Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν πέρασαν καὶ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὸ κρέας ἐδῶ ἦταν φθηνότερο ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ Ἀργεντινὴ παραμένει μιὰ μεγάλη χώρα καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες τῶν 13.000.000 κατοίκων ἐξακολουθεῖ νὰ ἀνήκει στὶς σημαντικότερες μητροπόλεις τοῦ κόσμου.
Βρέθηκα πρόσφατα στὴν πόλη. Δὲν χρειάστηκε πολὺ γιὰ νὰ βεβαιωθῶ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο: εἶναι εὐρωπαϊκὴ στὰ καφενεῖα της καὶ ἀργεντίνικη στὶς πλατεῖες καὶ στὶς τεράστιες λεωφόρους ποὺ τὴ διασχίζουν. «Παρίσι τῆς Νότιας Ἀμερικῆς», λέει ἡ τουριστικὴ κοινοτοπία. Ναί, μὲ τὸν δικό του Σηκουάνα, τὸν Ρίο ντὲ λὰ Πλάτα. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κτήρια τοῦ 19ου αἰώνα, ἔξοχα δείγματα ἰταλικοῦ κλασικισμοῦ, ποὺ τὰ δημιούργησαν Ἰταλοὶ ἀρχιτέκτονες καὶ μηχανικοί, μὲ τὸ πομπῶδες, συχνά, ὕφος ποὺ τοῦ κληροδότησαν οἱ Ἱσπανοὶ καὶ μὲ τὴ γαλλικὴ φινέτσα τῶν θαυμάσιων καφενείων, ὅπου ὁ καφὲς μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι σπουδαῖος ἀλλὰ τὸ περιβάλλον εἶναι σίγουρα μοναδικό.
Βέβαια, ὑπάρχει καὶ τὸ Μπουένος Ἄιρες ποὺ δὲν ἔχει συνέλθει ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση τοῦ 2001-2002. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο ὅπου ἔμενα, στὴν Avenida Bolivar, βρισκόταν ἡ Plaza de Mayo, ἡ καρδιὰ τῆς πόλης. Ἀργὰ τὸ βράδυ, δίπλα στὶς εἰσόδους τῶν κτηρίων ἀλλὰ καὶ στὰ παγκάκια τῆς πλατείας ἔβλεπα ἄστεγους νὰ κοιμοῦνται κατάχαμα, ὅπως συμβαίνει τώρα καὶ στὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν – στὴν ἴδια πλατεία ὅπου γιὰ δέκα χρόνια διαδήλωναν κάθε Πέμπτη οἱ μητέρες τῶν νεκρῶν, τῶν βασανισθέντων ἀπὸ τὴ δικτατορία τοῦ Βιδέλα καὶ τῶν ἀγνοουμένων στὸν πόλεμο τῶν Φώκλαντ τοῦ 1982. (Οἱ Ἀργεντινοὶ ἀποκαλοῦν αὐτὰ τὰ νησάκια Μαλβίνες κι ἔτσι εἶναι σωστὸ νὰ τὰ λέμε κι ἐμεῖς, νομίζω.) Κανεὶς δὲν γνωρίζει πόσα ἀκριβῶς ἦταν τὰ θύματα τῆς δικτατορίας. Πάντως, οἱ νεκροὶ κατὰ τὶς συντηρητικότερες ἐκτιμήσεις ξεπερνοῦν τοὺς δέκα χιλιάδες.
«Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀληθινοὶ Εὐρωπαῖοι», ἔλεγε ὁ Χόρχε Λουὶς Μπόρχες. «Τέκνα Ἰταλῶν, Ἱσπανῶν, Γάλλων καὶ Γερμανῶν...» Γιατὶ «οἱ Ἰταλοὶ εἶναι μόνο Ἰταλοί, οἱ Ἱσπανοὶ Ἱσπανοί, οἱ Γάλλοι Γάλλοι, οἱ Γερμανοὶ Γερμανοί». Μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ νιώθει περήφανη ποὺ μεταμόρφωσε ἕνα πλῆθος παραδόσεων καὶ δημιούργησε νέες μορφές. Καὶ αὐτὲς στὴν Ἀργεντινὴ ἐκφράζονται σὲ τρία πεδία: τὴ μουσική, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ λογοτεχνία.
Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀναρωτιέσαι γιατί στὶς λαϊκὲς ἀγορὲς οἱ μορφὲς ποὺ κυριαρχοῦν εἶναι ἐκεῖνες τοῦ βασιλιᾶ τοῦ τάνγκο Κάρλος Γαρδέλ, τοῦ Μπόρχες (ἀκούγεται ὑπερρεαλιστικό, ἀλλὰ τὰ σουβενὶρ μὲ τὴν εἰκόνα του εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Μαραντόνα) καὶ τῆς Ἐβίτας Περόν. Τὸ ὄνομά της τὸ διαβάζει κανεὶς σὲ πλῆθος γκράφιτι στοὺς τοίχους, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐβίτα –ἢ ἀλλιῶς Μαρία Εὔα Ντουάρτε– παραμένει ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἡρωίδα τῆς χώρας. Νόθο τέκνο κάποιου κτηματία, κατάφερε νὰ γίνει τέκνο τοῦ λαοῦ, νὰ μετατρέψει ἕνα τυπικὰ λατινοαμερικανικὸ στρατιωτικὸ πραξικόπημα (τοῦ Περόν) σὲ πολιτικὸ κίνημα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν τὰ κατώτερα στρώματα νὰ ἀποκτήσουν ἀδιανόητες γιὰ τὴν ἐποχὴ παροχές: ἰατρικὴ περίθαλψη, ἐπίδομα διακοπῶν, σπίτια ἀπὸ τὸ κράτος. Ἔζησε μόνο τριάντα τρία χρόνια.
Ὁ περονισμὸς χώρισε τὴ χώρα στὰ δύο –κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὴ διχάζει– ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ τὸ καθεστὼς φιλοξενοῦσε στελέχη τοῦ χιτλερικοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος τὰ ὁποῖα κατέφυγαν ἐδῶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Γ´ Ράιχ. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐγκληματίες τοῦ διεθνοῦς φασισμοῦ, ὅπως τὸν Κροάτη Ἄντε Πάβελιτς, ἀρχηγὸ τῶν Οὐστάσι καὶ εἰδεχθὴ ἐγκληματία τοῦ Γιασένοβατς, ἑνὸς στρατοπέδου θανάτου ποὺ δὲν εἶχε σὲ τίποτε νὰ «ζηλέψει» τὰ ἀντίστοιχα στὴ Γερμανία ἢ τὴν Πολωνία. Ἀμέσως μόλις ἔφτασε στὸ Μπουένος Ἄιρες τὸ 1946 ὁ Πάβελιτς ἀνέλαβε σύμβουλος σὲ θέματα ἀσφαλείας τοῦ Περὸν καὶ τῆς Ἐβίτας. Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ ρομαντικὸ «κορίτσι τοῦ λαοῦ» ποὺ προστάτευε μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα της τέτοια καθάρματα;
Ὁ Μπόρχες ἀποκαλοῦσε τὴν Ἐβίτα Περὸν «πόρνη», τὸ ἴδιο καὶ οἱ φίλοι του, ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο καὶ ἡ ἀδελφή της Βικτόρια, ἐκδότρια τοῦ περιοδικοῦ Sur, ποὺ εἶναι ταυτισμένο μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ μοντερνισμοῦ στὴν Ἀργεντινή. Ποιός νὰ τὸ φανταζόταν ὅτι ἡ Ἐβίτα, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο μαζὶ μὲ τὸν Ἀδόλφο Μπιόυ Κασάρες, σύζυγό της καὶ φίλο τοῦ Μπόρχες, θὰ ἦταν σήμερα θαμμένοι στὸ νεκροταφεῖο τῆς συνοικίας La Recoleta, μαζὶ μὲ προέδρους, στρατηγοὺς καὶ ἄλλους ἐπιφανεῖς – ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ ἐγγονὴ τοῦ Ναπολέοντα;
Ἐκεῖ καὶ ὁ πατριάρχης τοῦ ἀργεντίνικου μοντερνισμοῦ Λεοπόλδο Λουγόνες, κανένα ἔργο τοῦ ὁποίου δὲν κυκλοφορεῖ, δυστυχῶς, στὰ ἑλληνικά. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν σοσιαλιστή, ποὺ ἔγινε συντηρητικὸς κι ἔφτασε νὰ ὑποστηρίζει τὸν φασισμὸ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, καταλήγοντας νὰ αὐτοκτονήσει ἀπὸ κατάθλιψη, ὁ Μπόρχες εἶχε πεῖ ὅτι «γιὰ πολλοὺς τὸ νὰ γράφεις καλὰ εἶναι σὰν νὰ γράφεις ὅπως ὁ Λουγόνες».
Τὰ σκεφτόμουν αὐτὰ καθὼς κατευθυνόμουν μὲ μιὰ παρέα φίλων στὸ γειτονικὸ τοῦ νεκροταφείου καφενεῖο La Biela, ἀπὸ τὰ ὡραιότερα στὴν πόλη. Ὁ Λουγόνες ἔγραψε τὸ πρῶτο διήγημά του ἐπιστημονικῆς φαντασίας σὲ ἀνύποπτο χρόνο, τὸ 1906, ὅταν ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε κάνει τὰ ἅλματα ποὺ γνωρίζουμε. Τί καινούργιο, ἄραγε, ἔχουν προσθέσει οἱ μεταμοντέρνοι φωστῆρες, ἀναρωτιόμουν, ἔπειτα ἀπὸ τὰ διηγήματά του «Ἡ Δύναμη Ὠμέγα», «Ἡ μεταμουσική», «Ἡ καταγωγὴ τῆς πλημμύρας»; Καὶ πόσο αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἐπέδρασε στὸ «Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο», τὸ καταληκτικὸ διήγημα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μπρόουντι τοῦ Μπόρχες; Κι ἔπειτα, πῶς γίνεται ὁ ἀντιφασίστας Μπόρχες νὰ δέχεται στὰ γεράματά του νὰ τὸν τιμήσει ἕνας στυγερὸς δικτάτορας σὰν τὸν Πινοσέτ, γεγονὸς ποὺ κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ στέρησε τὸ Νομπέλ;
Τί σημαίνει ὅμως ἕνα βραβεῖο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση; Στὰ μεγάλα βιβλιοπωλεῖα τοῦ Μπουένος Ἄιρες δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ μὴ βρεῖ κανεὶς ὅλα τὰ βιβλία τοῦ Μπόρχες. Καὶ φυσικὰ στὸ El Ateneo, γιὰ μένα τὸ ὡραιότερο βιβλιοπωλεῖο στὸν κόσμο, ἀπ’ ὅπου περνοῦν κάθε χρόνο πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἐπισκέπτες.
Τὸ 1919 ὁ Μὰξ Γκλύκσμαν πραγματοποίησε τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς του: νὰ δημιουργήσει τὸ ἐντυπωσιακότερο θέατρο στὴ Νότια Ἀμερική. Τὸ ὀνόμασε Teatro Grand Splendid. Τὸ 1924 τὸ μετέτρεψε σὲ κινηματογράφο, ὅπου πέντε χρόνια κατόπιν προβλήθηκε ἡ πρώτη ὁμιλοῦσα ταινία. Ὅταν ἀργότερα μετετράπη σὲ βιβλιοπωλεῖο, δὲν ἔγινε καμία σοβαρὴ ἀλλαγὴ στὸ ἐσωτερικό του.
Κοίταζα ἔκθαμβος τὶς ἴδιες θαυμάσιες ζωγραφικὲς παραστάσεις στὴν ὀροφή, τὴ σκηνὴ ἀνάλλαχτη στὸ βάθος, τὰ παλιὰ θεωρεῖα, στὰ ὁποῖα καταφεύγουν σήμερα οἱ ἀναγνῶστες γιὰ νὰ διαβάσουν μὲ τὴν ἡσυχία τους μέρος τῶν βιβλίων ποὺ σκέφτονται νὰ ἀγοράσουν κι ἔπειτα νὰ πᾶνε νὰ πιοῦν τὸν καφέ τους στὸ ἐξίσου ἀτμοσφαιρικὸ καφενεῖο τοῦ βιβλιοπωλείου.
Θυμήθηκα ξανὰ τὸν Μπόρχες. Αὐτὴ εἶναι ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Βαβέλ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀρχεῖο τῆς μνήμης, ὅπου ἡ φαντασία φορτίζει μὲ ἄλλο νόημα τὴν πραγματικότητα. Καὶ γιὰ ἕναν ὄχι ἐντελῶς ἀνεξήγητο λόγο σκέφτηκα ὅτι τὸ El Ateneo εἶναι τὸ ὁμόλογο τοῦ ἐξίσου θαυμάσιου Teatro Colón, μὲ τὴν ἐξαίρετη ἀκουστικὴ καὶ τὶς 2.500 θέσεις του. Ἐκεῖ παίχτηκε ἡ Ἀίντα τοῦ Βέρντι τὸ 1908 καὶ σήμερα στεγάζεται ἡ Ὄπερα τοῦ Μπουένος Ἄιρες.
Τὰ λογοτεχνικὰ καφενεῖα εἶναι μουσεῖα ἀναμνήσεων. Ὅμως ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα, εὐρωπαϊκὸ στὸ ὕφος καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸ καφὲ Τortoni, δὲν βρίσκεται στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ στὸ Μπουένος Ἄιρες. Ὅποιος θέλει νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ θὰ πρέπει νὰ πάει πρὶν ἀπὸ τὶς δέκα τὸ πρωί, ἀλλιῶς χρειάζεται νὰ ἐπιστρατεύσει ὅσα ἀποθέματα ὑπομονῆς διαθέτει ὥσπου νὰ βρεῖ ἄδειο τραπέζι. Παραμένει ὅπως τὸ ἤθελε τὸ 1858 ὁ ἰδιοκτήτης του Ὀρέστε Τορτόνι: τὰ τραπέζια ἀπὸ μάρμαρο, οἱ καθρέφτες ἂρ ντεκό, ἐξαίρετα βιτρὸ στὴν ὀροφή, παλιὲς φωτογραφίες, ἀποκόμματα ἐφημερίδων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχε γνωρίσει τὶς μεγάλες του δόξες.
Ἀπὸ τὸ Tortoni πέρασαν ὁ Πιραντέλλο, ὁ Λόρκα, ὁ Στραβίνσκι, ὁ Ὀρτέγα ὓ Γκασσέτ, ἡ Βικτόρια καὶ ἡ Σιλβίνα Ὀκάμπο, ὁ Χούλιο Κορτάσαρ, ὁ Ἀινστάιν, καὶ πόσοι ἄλλοι ἀκόμη... Κι ἐδῶ τραγούδησε ὁ Κάρλος Γαρδέλ, ἔπαιξε πιάνο ὁ Ρουμπινστάιν κι ἔδωσε παραστάσεις ἡ Ζοζεφὶν Μπέικερ. Ὁ Μπόρχες καὶ ὁ Κασάρες ἀνῆκαν στοὺς τακτικότερους θαμῶνες. Ὁμοίωμα τοῦ πρώτου μαζὶ μὲ τοῦ Γαρδὲλ βρίσκεται τώρα στὸ βάθος τοῦ καφενείου, ὅπου συνήθιζαν νὰ κάθονται. Καὶ πιὸ πίσω μιὰ θαυμάσια βιβλιοθήκη.
Φαντάζεται κανεὶς πῶς θὰ ἦταν στὸν Μεσοπόλεμο ἢ καὶ πιὸ μπροστά, στὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ Ἀργεντινὴ συγκαταλεγόταν στὶς πλουσιότερες χῶρες τοῦ κόσμου, ὅπως προκύπτει ἄλλωστε καὶ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα: τὸ Μπουένος Ἄιρες εἶχε 12.000 αὐτοκίνητα τὸ 1912, περισσότερα ἀπ’ ὅσα ὑπῆρχαν στὴν Ἰταλία, καὶ 60.000 τηλέφωνα, πιὸ πολλὰ ἀπ’ ὅσα εἶχε τότε ἡ Γαλλία.

«Μιὰ θλιβερὴ σκέψη ποὺ χορεύεται». Δὲν ὑπάρχει καλύτερος ὁρισμὸς γιὰ τὸ τάνγκο, ὅπως τὸν διετύπωσε ὁ Ἐνρίκε Σάντος Ντισέπολο. Ἡ μυθολογία του ἕλκει τὰ ἑκατομμύρια τῶν τουριστῶν ποὺ ἐπισκέπτονται τὸ Μπουένος Ἄιρες. Θὰ τὸ συναντήσουν σὲ ἀμέτρητες ἐκδοχὲς καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς συνοικίες τῆς πόλης. Ρυθμὸς καὶ ἀντίστιξη στὴ μελαγχολία, ἕνα ὑβρίδιο ποὺ προέκυψε ἀπὸ μιὰ ὑβριδικὴ κοινωνία.
Τὸ τάνγκο γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἀπὸ μετανάστες στὰ καταγώγια καὶ στὰ πορνεῖα τῶν περιχώρων τοῦ Μπουένος Ἄιρες. Καὶ εἶναι προϊὸν τῆς ἀνδροκρατικῆς κοινωνίας τοῦ περιθωρίου, ἀφοῦ τὸ 70% τῶν μεταναστῶν στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν ἄνδρες. Συνδυάζει τὴ μιλόνγκα (ἕνα εἶδος πόλκας), τὴν κουβανέζικη χαμπανέρα, τὸ ἀνδαλουσιανὸ τάνγκο καὶ τοὺς ἀφρικανικοὺς χοροὺς τῶν σκλάβων. Ὅμως ἡ μελωδικὴ βάση του εἶναι ἰταλική. Ὑβρίδιο.
Ἔπρεπε νὰ περάσουν πολλὰ χρόνια ὥσπου τὸ τάνγκο νὰ μπεῖ στὰ σπίτια τῶν ἀστῶν καὶ στὰ σαλόνια τῶν ἀριστοκρατῶν. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν Μπὲλ Ἐπόκ, ὅταν ἡ ἀριστοκρατία τῆς πόλης διαπίστωσε ὅτι ἔκανε θραύση στὸ Παρίσι, τὸ ὁποῖο θεωροῦσε πόλη ἀναφορᾶς. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε ὁ Γαρδὲλ τραγούδησε τὸ «La mia triste serata», ἐκτὸς ἀπὸ χορευτικό, τὸ τάνγκο καθιερώθηκε καὶ ὡς μουσικὸ εἶδος. Γιὰ νὰ πάρει ἀργότερα ἀκόμη πιὸ σύνθετο χαρακτήρα, ὅταν ὁ ἄρχων τοῦ μπαντονεὸν Ἄστορ Πιατσόλλα τὸ ἀνήγαγε σὲ μουσικὸ εἶδος πολὺ ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων.
Τὴ σκιὰ τοῦ Πιατσόλλα, ἄραγε, πήγαμε νὰ συναντήσουμε ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ Τρίτη στὸ Teatro Piazzolla, ὅπου ἔπαιζε παλιά, ἢ μήπως τοῦ Γαρδέλ, ποὺ κι ἐκεῖνος τραγούδησε ἐδῶ; Βρίσκεται στὸ ὑπόγειο τῆς στοᾶς Güemes στὸ 165 τῆς Avenida Florida. Πάνω της ὑψώνεται ἕνα πολυώροφο κτήριο καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο ὄροφο, ἂν διαθέτεις κιάλια καὶ εἶναι ὁ οὐρανὸς καθαρός, μπορεῖς νὰ δεῖς στὸ βάθος τὴν Οὐρουγουάη. Εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ πολυτελέστερες στοὲς ἂρ νουβὸ στὸν κόσμο καὶ δὲν χρειάζεται πολὺ παρατηρώντας τὰ μάρμαρα, τοὺς γρανίτες, τὶς κολόνες καὶ τὸν περίτεχνο θόλο της γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι μόνο μιὰ κοινωνία εὐμάρειας θὰ εἶχε τὴν πολυτέλεια νὰ τὴν κατασκευάσει.
Τὸ Teatro Piazzolla εἶναι ἕνα ὑπέροχο θέατρο ποὺ προσφέρει φαγητό, μουσικὴ καὶ χορευτικὸ πρόγραμμα ἐξαιρετικῆς ποιότητας – κι ἂς εἶναι ἐλαφρῶς τουριστικό. Ἀλλὰ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὶς ἀπολύτως τουριστικὲς παραστάσεις ποὺ δίδονται στὸ Caminito τῆς συνοικίας La Boca, ὅπου στοὺς δρόμους διάφοροι φτωχοδιάβολοι παριστάνοντας τὸν Μαραντόνα, μαζὶ μὲ ζευγάρια τὰ ὁποῖα φοροῦν παραδοσιακὰ ροῦχα καὶ χορεύουν –ἢ παριστάνουν ὅτι χορεύουν– τάνγκο, φωτογραφίζονται γιὰ μερικὰ πέσος μὲ τοὺς τουρίστες.
Στὴν ἑλληνικὴ πρεσβεία ἡ πρέσβης Εἰρήνη Λειβαδίτου μὲ ἐνημερώνει γιὰ τὴ λατρεία τῶν Ἀργεντινῶν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς 30.000 Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς ποὺ ζοῦν στὴ χώρα καὶ εἶναι ὀργανωμένοι σὲ κοινότητες. Τὸν περασμένο Σεπτέμβριο δόθηκε στὴν πόλη παράσταση μὲ θέμα τὴ ζωὴ τοῦ Καβάφη ἀπὸ τὴ διάσημη, ὅπως μὲ πληροφόρησε, σκηνοθέτρια Ἑλένα Τρίτεκ καὶ ἀπέσπασε κολακευτικότατα σχόλια στὸν Τύπο. Ἀκόμη μία φορὰ διαπιστώνω ὅτι ὁ Καβάφης εἶναι πλέον ὁ Ποιητὴς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἔχοντας ἐκτοπίσει ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὸν Τ.Σ. Ἔλιοτ.
Ἀλλὰ μαθαίνω καὶ κάτι ἀκόμη. Κάποιος ὁμογενής μας ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὀνόματι Γιῶργος Δερμιτζάκης, εἶχε τὴν εὐφάνταστη ἰδέα νὰ συνδυάσει τὸν ἑλληνικὸ χασάπικο χορὸ μὲ τὸ τάνγκο δημιουργώντας ἕνα ἀκόμη ὑβρίδιο ποὺ τὸ ὀνόμασε «τάνγκο χασάπικο». Ἡ μουσικὴ ποὺ τὸ συνοδεύει συνδυάζει τὴ μουσικὴ τοῦ Ἄστορ Πιατσόλλα καὶ τοῦ Μίκη Θεοδωράκη. Δὲν ξέρω τί εἶναι αὐτὸ τὸ νέο ὑβρίδιο ποὺ ἔχει προκαλέσει ἐνθουσιασμὸ στοὺς γηγενεῖς. Ὁ Ζορμπὰς στὸ Μπουένος ῎Αιρες; Μὰ ἄν, λέω, ἕνας Ζορμπὰς τοῦ πλούτου, τουτέστιν ὁ Ἀριστοτέλης Ὠνάσης, πλούτισε σὲ τούτη τὴ χώρα, γιατί ὄχι;


____________________

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη .
Share:

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Παρουσιαση: Το Κητος - Ουρσουλα Φωσκολου



Οι εκδόσεις Κίχλη σας προσκαλούν στη συζήτηση
για το βιβλίο της Ούρσουλας Φωσκόλου
ΤΟ ΚΗΤΟΣ
Θα συνομιλήσουν η Ούρσουλα Φωσκόλου και η Γιώτα Κριτσέλη, εκδότρια της Κίχλης.

https://www.facebook.com/events/429548300730821/
Share:

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Νέα Κυκλοφορία: Στη σωφρονιστική αποικία-Franz Kafka



 FRANZ KAFKA, ΣΤΗ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ
  Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής 

Επίμετρο: H.D. Zimmermann κ.ά.

Εκδόσεις Κιχλη

Η έκδοση συνοδεύεται από Χρονολόγιο και Παράρτημα εικόνων. 

Οπισθόφυλλο:



ΕΝΑΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ καταδικάζεται σε θάνατο. Την απόφαση θα εκτελέσει ένα «ιδιόρρυθμο» μηχάνημα εγγράφοντας με αιχμηρές ακίδες πάνω στο γυμνό του σώμα το παράπτωμά του. Βαρύνοντα ρόλο παίζουν δύο πρόσωπα: ο αξιωματικός, που ενδιαφέρεται μόνο για την καλή λειτουργία της μηχανής, και ο ερευνητής-ταξιδιώτης, που, αν και εκφράζει την αντίθεσή του, παραμένει ουσιαστικά αμέτοχος και φροντίζει να αποδράσει τάχιστα από τον ζοφερό τόπο.

Το κορυφαίο όσο και αινιγματικό αυτό κείμενο έχει προκαλέσει πλήθος ερμηνείες. Είτε ερμηνευθεί ως αλληγορία για τις εκτρωματικές πλευρές των κοινωνιών εκτός νόμου είτε ως κριτική της βαρβαρότητας στην οποία οδηγεί η λατρεία της τεχνολογίας είτε αναγνωσθεί στο στενότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκε (1914), η Σωφρονιστική αποικία θέτει ένα ζήτημα ηθικής φύσεως. Δεν είναι μόνο οι δράστες υπεύθυνοι για την τέλεση του εγκλήματος· συνυπεύθυνοι είναι και οι αδρανείς, όσοι ολιγώρησαν και δεν παρεμπόδισαν την επικράτηση του κακού. Γραμμένο με τη διαύγεια ενός εφιαλτικού ονείρου, το κείμενο του Κάφκα προαναγγέλλει με θαυμαστή διορατικότητα όσα ακολούθησαν λίγο αργότερα στην καρδιά της Ευρώπης. 



«Ο ταξιδιώτης είναι το κεντρικό πρόσωπο τούτου του διηγήματος και μαζί με αυτόν ο μέσος Ευρωπαίος, ο αναγνώστης δηλαδή. Αυτός ο Ευρωπαίος θα έρθει αντιμέτωπος με πρακτικές που εφαρμόζονται από Ευρωπαίους, έστω και σε μακρινούς τόπους, τις οποίες προσλαμβάνει ως εξόχως άδικες και απάνθρωπες, και οι οποίες ταυτόχρονα οδηγούν την αντίληψή του περί ανθρωπισμού στα όριά της. Τίθεται σε δοκιμασία ο ανθρωπισμός του ως συμβατική συμπεριφορά, η οποία λειτουργεί μεν ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους γύρω από ένα τραπέζι τσαγιού, όμως έξω από αυτούς τους πολιτισμένους κύκλους ακυρώνεται. Στη σωφρονιστική αποικία προσκρούει πάνω στα όρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος, στα όρια αυτά μάλλον παρά στον πυρήνα του, αποδεικνύεται εξαιρετικά εύθραυστος. Ο ταξιδιώτης θα δραπετεύσει από αυτό το βίωμα».
H.D. ZIMMERMANN, “Οι δράστες και οι αδρανείς”, σ. 105.

«Μη ρωτάτε για το νόημα της ιστορίας. Δεν υπάρχει νόημα. […] Ίσως αυτό το βιβλίο να μην ανήκει στην εποχή του […]. Είναι εντελώς αδιανόητο».
K. TUCHOLSKY, σ. 129.
Share: